Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Η cultιά στην υπηρεσία του νόμου και της τάξης

Στις ΗΠΑ, η απόσυρση του κράτους απ' την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης αφήνει πίσω της καμμένη γη:

Στο Σηάτλ, έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους τρεις τύποι, οι οποίοι κάθε βράδυ φορούν στολές υπερηρώων, και περιπολούν στους δρόμους κατά του εγκλήματος. Στο youtube έχει ήδη αρκετά βιντεάκια τους να κυνηγάνε γκραφιτάδες και πρεζάκια ή να τρώνε τσαντιές από πόρνες, χωρίς ποτέ να το βάζουν κάτω. Η τελευταία τους συμβολή στην πάταξη του εγκλήματος σημειώθηκε στην πορεία της πρωτομαγιάς.

Η διήγηση είναι του Phoenix Jones (οι άλλοι δύο υπερήρωες βρήκαν για τον εαυτό τους τα εξίσου δραματικά Midnight Jack και Caballero): "Καθώς παρακολουθούσαμε την πορεία, τους είδαμε να σταματούν προς τα ομοσπονδιακά γραφεία. No problem ως εδώ. Ξαφνικά όμως, ακούμε ένα σπάσιμο, γυρνάμε και βλέπουμε ανθρώπους να κατεβάζουν τζαμαρίες με παλούκια και να ρίχνουν πέτρες στα παράθυρα". Ο Jones με την κάμερά του καταγράφει τις κινήσεις της ομάδας, και τον καπνό ενός -μάλλον- καπνογόνου. "Σε κάποια φάση στεκόμαστε μπροστά απ' το κτίριο, πράγματα καίγονται, τύποι πετάνε πέτρες και πράγματα και υπάρχουν 60 άτομα μπροστά μας και δεν μπορούμε να φύγουμε, και πρέπει να υπερασπιστούμε το κτίριο, γιατί δεν μπορούμε να πάμε πουθενά αλλού. Είναι κάπως έντονο όλο αυτό", λέει ο Jones. "Τότε με ψέκασαν λίγο με pepper-spray (σύμφωνα με τους μπάτσους ο ίδιος ο Jones έβγαλε το pepper-spray), οπότε κάνουμε κύκλο (οι 3 τους) για να μην μας περικυκλώσουνε. Με το που κολλήσαμε πλάτη-με-πλάτη, ήρθαμε μπροστά στην πόρτα. Καθήσαμε εκεί, με τον Jack στην πλάτη μου, εξασφαλίζοντας ότι κανείς δε θα εισέβαλε μέσα".



Οι ένοπλοι ομοσπονδιακοί πράκτορες που προσέγγισαν πήραν απ' τον Jones ένα αντίγραφο του βίντεο που τράβηξε ώστε να ταυτοποιήσουν τα άτομα που συμμετείχαν στους βανδαλισμούς στο ομοσπονδιακό δικαστήριο. Ο Jones λέει: "Δε θα καταστρέφετε ιδιοκτησίες, αμάξια του κόσμου, πράγματα... Δε θα προκαλείτε έκτροπα στην πόλη μου. Δε θα το ανεχτώ".


Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Ποιός θα μπεί (δις) στο μπουρδέλο τη Βουλή;




 
Με την Νέα Δημοκρατία στο 1,2 εκ. ψήφους (από 2,3 το 2009) και το Πασόκ στις 830 χιλιάδες (από 3 εκ.), τα πατροπαράδοτα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα, κλυδωνίζονται αλλά δε βυθίζονται. Χάνουν μαζί 3,3 εκ. ψήφους (με την αποχή στο μεταξύ να κυμαίνεται κάπου μέχρι τα 3,5 εκ.), διατηρούν όμως τις ποντικοφωλιές τους στην επαρχία, όπου μπορούν να εμφανίζονται ακόμα σε θέση να εξυπηρετήσουν τον ρόλο που έπαιξαν στο δημοκρατικό καθεστώς συσσώρευσης που επικράτησε στην Ελλάδα, χονδρικά απ' το '80 μέχρι το 2008: τους (ανα)διανομείς χρήματος και πόστων -δηλαδή ακόμα περισσότερου χρήματος.

To καθεστώς αυτό στηριζόταν σε ένα μοίρασμα των κερδών της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας, μόνο δευτερευόντως μέσω των μισθών κι παροχών πρόνοιας, και κυρίως από την κάνουλα της μιας ή της άλλης κομματικής μαφίας, που μοιράζονταν εναλλάξ αυτή τη ροή του χρήματος. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η κατανάλωση έγινε και το μόνο πραγματικά ενοποιητικό στοιχείο της δημοκρατίας, του πολιτεύματος που αντανακλούσε και την τότε διάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού: ένα αμάλγαμα μικρομεσαίων στρωμάτων, όπου το χρήμα που βγαίνει απ' την εκμετάλλευση του προλεταριάτου κυκλοφορεί πολύ περισσότερο πριν φτάσει σε κάποιον καπιταλιστή ή στο κράτος, απ' ότι στις άλλες δυτικές χώρες. Η ιδανική εναλλαγή των δυο ίδιων κομμάτων στα πόστα, ήταν αυτό που κρατούσε την καπιταλιστική κοινωνία ενωμένη, εγγυώμενη ακόμα μεγαλύτερη κατανάλωση: το περίφημο “λεφτά υπάρχουν”!

Όπως και σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία, καθώς όλες στηρίζονται στην εκμετάλλευση της εργασίας, η εργασία για έναν μισθό που αντιστοιχεί μόνο σε ένα μέρος του πλούτου που δημιουργεί (το κέρδος βρίσκεται σ' αυτήν την υπεραξία της εργασίας), παράγει το χάσμα μεταξύ των μισθών και του πλούτου που έχει παραχθεί και πρέπει να καταναλωθεί (δηλαδη να καταστραφεί, να τεθεί εκτός της εμπορευματικής κυκλοφορίας, και να πληρωθεί, ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί κέρδος, να αξιοποιηθεί αυτό ως κεφάλαιο στην παραγωγή νέου πλούτου, και ούτω καθεξής), χάσμα που συμπληρωνόταν όπως και σε κάθε κράτος μεταπολεμικά από τον δανεισμό. Η επέκταση της πίστωσης, υποθήκευε φυσικά την εντονότερη εκμετάλλευση της εργασίας στο μέλλον (ώστε να βγουν τα χρωστούμενα για το κεφάλαιο). Στηρίχθηκε έτσι τη δεκαετία του '90 απ' την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, πρώτων και κυρίων των μεταναστών εργατών, και δεύτερων των νέων που έβγαιναν στην “αγορά εργασίας” με χειρότερες συνθήκες απ' ό,τι οι γονείς τους.

Καθώς όμως η ακόμα εντονότερη εκμετάλλευση της εργασίας αύξανε ακόμα περισσότερο το σύνολο των εμπορευμάτων (τον πλούτο) που παραγόταν και έπρεπε πάλι να καταναλωθεί, η ανάπτυξη της πίστωσης έπαιρνε τα χαρακτηριστικά φούσκας, απειλώντας με μείωση του ποσοστού κέρδους. Στο μεταξύ, σ' ολόκληρον τον κόσμο το κεφάλαιο έχοντας καταργήσει πλέον αποτελεσματικά τα όρια των παλιών εθνικών κρατών για τη συσσώρευσή του, διέφευγε πλέον ολοένα και περισσότερη στη χρηματοπιστωτική σφαίρα: στους δαιδάλους τραπεζοπιστωτικών προϊόντων, ασφαλίστρων κινδύνου κοκ, μπορούσε να εξασφαλίζει μια λογιστική κερδοφορία στην οποία θα αξίωνε μετέπειτα μέσω των κρατών να προσαρμοστεί η ίδια η παραγωγή, ως “too big to fail”. Διέφευγε δηλαδή ακόμα περισσότερο απ' τον έλεγχο που θα μπορούσαν να του ασκήσουν οι εργάτες μέσω της κατάληψης του κράτους, της παραγωγής ή έστω την ανάδειξη μιας φιλεργατικής κυβέρνησης, ενώ ταυτόχρονα παρήγαγε νέες φούσκες που επιτάχυναν το αναπόφευκτο ξέσπασμα της κρίσης.

Σ' αυτή τη φάση της κρίσης, προτεραιότητα των δυο κομμάτων, πασοκ και νδ, είναι η αναδιάρθρωση του δημοκρατικού καθεστώτος συσσώρευσης, προκειμένου να αποκατασταθεί το πτωτικό ποσοστό κέρδους και να “βγούμε απ' την κρίση”, να “περάσουμε σε ανάπτυξη”. Προκειμένου να το πετύχουν, στοχεύουν στο να διασφαλίσουν μια πειθάρχηση του παραγωγικού κεφαλαίου (βλ. την μόνιμη, σχεδόν αντιμνημονιακή γκρίνια του ΣΕΒ τα τελευταία δυο χρόνια) στο χρηματοπιστωτικό. Γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο απαιτεί μια μαζική απαξίωση και καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων μεταξύ των οποίων και του πλεονάζοντος πλέον εργατικού δυναμικού (πχ). Εάν το καταφέρουν και κρατηθούν στο πόστο τους μέχρις ότου “περάσει η μπόρα”, υπόσχονται ότι οι κάνουλες της “ανάπτυξης για όλους” θα ανοίξουν και πάλι, θα μας δώσουν να φάμε ψωμάκι, να βρούμε δουλίτσα, να πάμε ξανά Μύκονο. Όλα κουλ.

Στο μεταξύ όμως, όπως λέει κι ο Βενιζέλος “πικράναμε τον λαό για να σωθεί το έθνος”. Σε μετάφραση, ρήμαξαν και θα ρημάξουν και πάλι το προλεταριάτο αλλά και τα μικρομεσαία στρώματα που τώρα προλεταριοποιούνται ραγδαία, προκειμένου να σωθεί το εθνικό κεφάλαιο. Προκειμένου δηλαδή το γαλανόλευκο κεφάλαιο να διατηρήσει τη θέση του (οπωσδήποτε στον “ισχυρό πυρήνα της Ευρώπης”) απέναντι στα άλλα εθνικά κεφάλαια. Η προτεραιότητά τους αυτή, εμφανίζεται ως “εθνική” και “υπεύθυνη” στον βαθμό που εκφράζει τα γενικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης. Η τάξη αυτή που ουσιαστικά κυβερνά, δεν είναι φυσικά ούτε “λιγόψυχοι”, ούτε “προδότες”, αντιθέτως υπερασπίζεται τις στρατηγικές της επιλογές με γενναιότητα κι αποφασισμένα απέναντι στο προλεταριάτο.

Με μια ματιά στις βασικές της οικονομικές δραστηριότητες (ναυτιλία, τράπεζες, τουρισμός, εξαγωγική βιομηχανία), είναι προφανές ότι η τάξη αυτή έχει βγει κερδισμένη από κάθε “εθνοπροδοτικό” μέτρο που πάρθηκε τα δυο τελευταία χρόνια. Ακόμα και η συρρίκνωση των μισθών, και άρα του διαθέσιμου εισοδήματος προς κατανάλωση, που έκανε τους αριστερούς-κεϋνσιανούς να φάνε τις κοτσίδες τους, ελάχιστα την επηρεάζει. Αντίθετα, η εργασιακή επισφάλεια συνοδεύτηκε από μια άνθιση 36,8% στην εξαγωγική βιομηχανία της, το 2011. Η κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς, ξεκαθαρίζει μάλιστα το τοπίο για την μεγάλη αστική τάξη και τις εμπορικές αλυσίδες της, απ' τα ερείπια των παραδοσιακών μικρομεσαίων στρωμάτων: μαγαζάτορες, μικρέμποροι, rooms-to-let-άδες, γατάκια δηλαδή, που η οικονομική και κοινωνική τους επιβίωση -ως μετέχοντες της καταναλωτικής δημοκρατίας- ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την μακροημέρευση του δημοκρατικού καθεστώτος.

Σ' αυτούς ακριβώς τους ψηφοφόρους τους, που πια γκρεμίζονται στα τάρταρα της προλεταριοποίησης, οι κομματικές μαφίες δεν έχουν τώρα κάτι καλύτερο να τους προτείνουν από αισιοδοξία, “αν όχι αύριο, μεθαύριο, όλα θα φτιάξουν”, “κοιτάμε μπροστά”, “όλοι οι Έλληνες μαζί μπορούμε” και τέτοιες πίπες. Στο μεταξύ, κι όσο η μέρα που οι κάνουλες θα ξανατρέξουν χρήμα δεν φαίνεται στον ορίζοντα, οι εγγυητές της κατανάλωσης μετατρέπονται σε προδότες, και η τιμωρία τους γίνεται το ζητούμενο. Ο τρόπος που εκφράστηκε αυτή εκλογικά, αν δεχθούμε ότι η αποχή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σταθερή και μάλιστα αυξήθηκε σε απόλυτη τιμή, ήταν η μετατόπιση ψήφων απ' τα δυο κόμματα, προς όποιον αυτά φωτίζουν εξ αντανακλάσεως, αναγορεύοντάς τον σε απόλυτο εχθρό της δημοκρατίας τους, του δικαιώματός τους να ρυθμίζουν την κυκλοφορία του χρήματος που πλέον όμως δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κοινού τους, ενώ κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πότε και άν θα είναι σε θέση να το ξανακάνει.

Τα κόμματα που βγήκαν κερδισμένα απ' αυτήν την μετατόπιση, εκπροσωπούν και δυο βασικές τάσεις για το “ξεπέρασμα της κρίσης” που όσο βαθαίνει η κρίση θα αυξάνονται, ξεπερνώντας τη δυναμική των κομμάτων αυτών.

Απ' την μια, υπάρχει η αριστερή-κευνσιανή τάση που εκπροσωπεί ο σύριζα, κερδίζοντας 680 χιλιάδες επιπλέον ψήφους απ' το 2009 και ξεπερνώντας το 1 εκ, και οριακά η δημαρ, με 385 χιλιάδες ψήφους. Ιστορικά, η τάση αυτή βλέπει το κράτος ως ένα μέσο για να ρυθμίσει την ταξική σύγκρουση κάπως πιο ευνοϊκά για τους εργάτες και πιθανώς αυτό θα επιχειρήσει να κάνει σε περίπτωση που σχηματίσει κυβέρνηση. Να αναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο (ή ακόμα και να απεμπλακεί απ' αυτό), να πραγματοποιήσει λογιστικό έλεγχο του χρέους, να αναθεωρήσει μερικά απ' τα τελευταία αντεργατικά μέτρα, να μειώσει με άλλα λόγια το κεκτημένο πια για το κεφάλαιο ποσοστό κέρδους, με την υπόσχεση μιας νέας ανάπτυξης που θα κινητοποιηθεί απ' τη στήριξη της κατανάλωσης, με τον τρόπο που γινόταν στο δημοκρατικό καθεστώς συσσώρευσης.

Αυτή η υπόσχεση επιστροφής σ' ένα καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου πιο ευνοϊκό για τα μικρομεσαία στρώματα, ενώνει άλλωστε τον σύριζα με τους Καμμένους της δεξιάς, που ονειρεύονται μια φυγή προς τα μπρος ως έξοδο απ' την κρίση μέσω μιας εντονότερης εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, της γης και της εργασίας (ή έστω μια πιο κερδοφόρα γεωπολιτική πρόσοδο του οικοπέδου “Ελλάδα”), όπου οι “πατριώτες” πολιτικοί θα πιέζουν για μια αντίστροφη πειθάρχηση, του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στο “εθνικό” παραγωγικό κεφάλαιο της Ελλάδας. 

Αυτή η τάση ταλαιπωρεί πολύ κόσμο που στην απελπισία του μουρμουρίζει διάφορα για τον αναξιοποίητο πλούτο της χώρας, τις ΑΟΖ κλπ, θεωρώντας πως η εκμετάλλευσή τους σήμερα θα μπορούσε να γίνει με ωφέλη τόσο για τους εργάτες όσο και για το Κεφάλαιο, όπως γινόταν μεταπολεμικά: “δημιουργώντας δουλειές”, κράτος πρόνοιας κλπ. Αυτή η ανάπτυξη που φέρνουν ως παράδειγμα τόσο κευνσιανοί αριστεροί όσο και δεξιοί, στάθηκε εφικτή μόνο μετά την μαζική καταστροφή του ΄Β Παγκοσμίου Πολέμου και με αντίτιμο την επέκταση της πίστωσης που οδήγησε (με πρώτες τις ΗΠΑ που ως λιγότερο κατεστραμμένες απ' τον πόλεμο πήραν την υπόθεση στην πλάτη τους) στην εκτίναξη του δημοσίου χρέους. Έκτοτε, με την μεσολάβηση της παγκοσμιοποίησης και της χρηματιστικοποίησης του κεφαλαίου, η προσπάθεια να δεσμευτεί αυτό από μια κυβέρνηση απέναντι στις διεκδικήσεις μιας εργατικής τάξης, “να αναλάβει τις υποχρεώσεις του προς τον λαό και τον τόπο” (Τσίπρας, προς γουναράδες ομιλία) είναι πλέον περισσότερο ουτοπική απ' το να καταστραφεί συνολικά το κεφάλαιο ως τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης του πλούτο, ως τρόπος να αναπαράγεται η ζωή.

Έτσι, αν επικρατήσει η τάση αυτή, με κάθε “ανακουφιστικό” για τους εργάτες μέτρο που θα αγγίζει στο ελάχιστο την κερδοφορία, θα απειλείται με συρρίκνωση της παραγωγής κι άρα την εκτίναξη της ανεργίας, και την επιδείνωση της κρίσης. Αυτό το αδιέξοδο εξηγεί και την άρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Παπαρήγα να επωμιστεί μέρος μιας τέτοιας διαφαινόμενης αποτυχίας, ανασκουμπωμένο στους 530 χιλ. σταθερούς ψηφοφόρους του, καθώς και τους μακιαβελισμούς των πασόκων που περιμένουν τη φθορά μιας “αριστερής κυβέρνησης” για να πουν “σας τά λεγα!” Σε περίπτωση που σχηματιστεί όντως μια τέτοια κυβέρνηση, αυτή θα βρεθεί απ' την αρχή κιόλας μπρος στο δίλημα να “προδόσει” την αριστερή ρητορική της λαμβάνοντας μέτρα αναδιάρθρωσης α-λα πασοκ-νδ, είτε να την τραβήξει στα άκρα, κρατικοποιώντας (“κοινωνικοποιώντας” ή “εθνικοποιώντας”, εξαρτάται ποιά τάση θα κυριαρχούσε) μέρος της παραγωγής, και συσπειρώνοντας τους εργάτες πίσω απ' το αριστερό κράτος και τις κρατικοποιημένες επιχειρήσεις (ή κάτι ενδιάμεσο, “σώζοντας” άλλες και κλείνοντας άλλες, κι όσο τραβήξει...). Όσο γι αυτές, καθώς η εκμετάλλευση θα συνεχιζόταν με αφεντικό το κράτος, είτε θα καθίσταντο γρήγορα ζημιογόνες ή δε θα διέφεραν και πολύ απ' τη συνηθισμένη μισθωτή σκλαβιά (κι αν ρίξουμε μια ματιά προς Βενεζουέλα μεριά, μάλλον όχι προς το καλύτερο). Σε κάθε περίπτωση, η ήττα αυτής της εναλλακτικής θα παρασύρει κι ένα μεγάλο κομμάτι του προλεταριάτου προς την επόμενη.

Η τάση που εκπροσωπήθηκε σ' αυτές τις εκλογές απ' τα χρυσά αυγά kinder της δημοκρατίας, φέρνοντάς τους 441 χιλιάδες ψήφους από μόλις 19 χιλ. το 2009, με το λάος βέβαια να μένει εκτός βουλής με απώλεια 200 χιλιάδων ψήφων, συνηγορεί προς μια δικτατορική διαχείριση της κρίσης, που ήδη τέθηκε υπό πειραματισμό απ' τα δυο κόμματα (νέος τρομονόμος, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ηλεκτρονικό λυντσάρισμα διαδηλωτών, οροθετικών πορνών κοκ). Παγκόσμια, οι δημοκρατίες σε κρίση, με ή χωρίς ναζί στην κυβέρνηση, δοκιμάζουν τις δικές τους εκδοχές στρατοπέδων για τον πλεονάζοντα πληθυσμό, είτε αυτός είναι οι μετανάστες, όπως στην Ιταλία, τη Γαλλία και αλλού, είτε οι τσιγγάνοι όπως στη Σλοβακία, είτε τελικά οι άνεργοι όπως στην Ουγγαρία.

Όσο το δημοκρατικό καθεστώς συσσώρευσης συρρικνώνεται, η δημοκρατία ως μορφή διαχείρισής του δε θα μπορεί να ενσωματώνει τα πρώην μικρομεσαία στρώματα που προλεταριοποιούνται. Όσο η ανεργία γιγαντώνεται και ο κάθε μισθός τείνει στον κατώτατο μισθό, η κοινωνική θέση των στρωμάτων αυτών στον καθημερινό ανταγωνισμό που αποτελεί ο καπιταλισμός (για τις δουλειές, για τα διαμερίσματα σε ασφαλή γειτονιά, για τους εναπομείναντες δημόσιους χώρους κοκ) θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο, όχι πια απ' τον μισθό ή τις κομματικές τους άκρες, αλλά στο πόσους έχουν “από κάτω τους”. Πόσους τελικά θα μπορούν να βάλουν να εργάζονται γι' αυτούς, είτε στο χωράφι, είτε στο μπουρδέλο, είτε πληρώνοντας για προστασία κοκ. Όσο θα αυξάνονται τα μέσα που θα απαξιώνονται και θα καταστρέφονται για να πληρωθεί η χρηματοπιστωτική κερδοφορία του κεφαλαίου, τόσο θα μειώνονται αυτά που θα μένουν για να επιβιώσει το προλεταριάτο, τόσο περισσότερο θα φαντάζει ρεαλιστική λύση η αλληλοσφαγή για τη διεκδίκησή τους.

Η λύση αυτή όμως στην ουσία είναι μια μη-λύση. Είναι η επιτάχυνση της παλιάς καλής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του πολέμου όλων εναντίον όλων, μέσα από την μαφιοζοποίηση μιας οικονομίας σε κρίση. Η μαφιοζοποίηση αυτή, διατηρεί στη βάση της οικονομίας μια ξεπατικωσούρα των λύσεων της αριστερής-κευνσιανής τάσης (ελε, εθνικοποίηση οικονομίας, με τη χούντα που έδωσε φαί στον κοσμάκη να παίζει εδώ τον ρόλο της “ανάπτυξης για όλους”, του win-win για εργάτες και “εθνικό” κεφάλαιο, με κρυμμένο φυσικά παρεπόμενο την επέκταση της πίστωσης και την καταχρέωση των εργατών), αντιπαραθέτοντας μια πρωτογενή συσσώρευση εις βάρος των απαξιωμένων πλέον εκπροσώπων των κομματικών μαφιών (“λεφτά υπάρχουν, στις τσέπες των κλεπτοκρατών”) αλλά κυρίως των μεταναστών εργατών και ολοένα και περισσότερων στοιχείων που θα ανακηρύσσονται αντεθνικά.

Έτσι, οι προτάσεις τους, όπως και των δημοκρατικότατων καπιταλιστών, θα αποτελούν βιώσιμες λύσεις, μόνο στον βαθμό που ανοίγουν νέες αγορές για το κεφάλαιο, εκεί όπου το κράτος αποσύρεται και ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί. Εξαιρετικό παράδειγμα αποτελεί η πρόταση του πρώην δημοτικού συμβούλου Μιχαλολιάκου, όπου με σπουδή εβραίου τοκογλύφου ναζιστικού σχολικού βιβλίου υπολογίζει: «Τρία ευρώ το μήνα να δίνει κάθε αθηναίος πολίτης, συγκεντρώνεται ένα ποσό τριών εκατομμυρίων ευρώ. Θα φτιάξουμε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας από μέλη του κόμματός μας (…) Θα ζητήσουμε άδειες οπλοφορίας..." κι έτοιμη η μπίζνα.

Αποκρύπτεται φυσικά, ότι κάθε αθηναίος πολίτης θα πρέπει να πληρώνει 3 ευρώ παραπάνω για κάτι που δεν πλήρωνε μέχρι τώρα. Η εκμετάλλευση της εργασίας δεν παύει να εντείνεται, αφού πλέον οι εργάτες καλούνται να επιβαρυνθούν και με τη συντήρηση μιας σεκιουριτάδικης μαφίας, που θα παρεμβάλλεται ανάμεσα σ' αυτούς και το κεφάλαιο. (το ποιόν θα διαφυλάσσει από ποιόν, είναι μάλλον εμφανές δεδομένης της αξιοποίησης της μαφίας αυτής απ' το κεφάλαιο του real estate του κέντρου της Αθήνας, εναντίον όσων χαλούν τα σχέδια αξιοποίησής του). Η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλούτου που δεν μπορεί να καταναλωθεί και προλεταριάτου που δεν μπορεί να καταναλώσει, αναπόφευκτα οξύνει την κρίση, απαιτώντας κάθε φορά και ένα μεγαλύτερο ξεπάστρεμα, που σύντομα θα έχει ανάγκη από έναν ολοκληρωτικά καταστροφικό πόλεμο προκειμένου να εκπληρωθεί.
Με το πέρας της διαφημιστικής περιόδου κατά την οποία τα “λεβεντόπαιδα” περνάνε γριούλες απέναντι, γίνεται εμφανές ότι η ασφάλεια, η ιδιοκτησία, οι δημόσιοι χώροι και οι κοινωνικές σχέσεις σ' αυτούς περιφρουρούνται και εμπορευματοποιούνται. Ότι αυτό τελικά που πουλάει η μαφία της χρυσής αυγής δεν είναι η ασφάλεια, αλλά ακριβώς η έλλειψη ασφάλειας, ή καλύτερα η απόσταση ανάμεσα σε μας και την ασφάλειά μας, την οποία αναλαμβάνουν να καλύψουν, ενώ την ίδια στιγμή διογκώνουν με κάθε τρόπο, οξύνοντας τις διαιρέσεις μέσα στο προλεταριάτο όπως ακριβώς οι δημοκράτες καπιταλιστές απαγορεύουν το μάζεμα πόσιμου νερού στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να πουλάνε οι ίδιοι τα μπουκάλια τους.

Την ίδια στιγμή, οι δημοκράτες συναγελαζόμενοί τους του κοινοβουλίου που ελλείψει αντικειμένου θα γίνονται ολοένα και πιο δικτατορικοί οι ίδιοι, προωθώντας τη δικτατορία ως τελευταία γραμμή άμυνας του κεφαλαίου, ώστε να πειθαρχηθεί στρατιωτικά η εργατική δύναμη εξασφαλίζοντας την υποταγή της στο κεφάλαιο πάσει θυσία, θα μας καλούν να στρατευθούμε πίσω απ' τους ίδιους και τη δημοκρατία τους για μια εκμετάλλευση εξίσου δικτατορική αλλά τουλάχιστον απαλλαγμένη απ' το ναζιστικό βλαχο-kitsch.

Ευχαριστούμε, αλλά δεν θα πάρουμε.

Όλα όσα οι ναζιστικές και δημοκρατικές μαφίες μας πουλάνε ως προστάτες κι εγγυητές τους: την ασφάλεια, την ευθύνη των δημόσιων χώρων, τη συντροφικότητα, τον έρωτα, τη φροντίδα, τη γνώση, την περίθαλψη, τη στέγη, τη διατροφή, όλον τον πλούτο του κόσμου, πρέπει τώρα οι αγώνες μας να απεμπορευματοποιούν και να κομμουνιστικοποιούν, να στρέφουν ενάντια στο Κεφάλαιο και το κράτος του.

Ο αγώνας ενάντια στις ναζιστικές συμμορίες είναι αγώνας ενάντια στη δημοκρατική επιχειρηματικότητα και τούμπαλιν.


Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Χωρίς αυταπάτες...

στον Παρανουάρ

Ε άμα είναι για "να μη μπουν οι ναζί στη βουλή", τον πρωκτό της δημοκρατίας,
δεδομένου τούτου, να ψηφίσουμε καλύτερα πασόκ βρε παιδάκι μου.

problem?