Το κλάμα της γυναίκας του εμιγκράντου (Άνδρα μου πάει), 1972 ~ Μουσική, Στίχοι: Franco Corlianò, Εκτέλεση: Encardia.
Telo na mbriakeftò na mi' ppensefso Θέλω να μεθύσω, να μη σκέφτομαι na klafso ce na jelaso telo arte vrài; να κλάψω και να γελάσω θέλω αυτό το βράδυ ma mali rràggia evò e' nna kantaliso μ' οργή μεγάλη εγώ να τραγουδήσω sto fengo e' nna fonaso o andramu pai στο φεγγάρι να φωνάξω ο άντρας μου πάει andra mu pai, andra mu pai o άντρας μου πάει o άντρας μου πάει
Fsunnìsete, fsunnìsete, jinèke! Σηκωθείτε, σηκωθείτε γυναίκες Dellàste ettù na klàfsete ma mena! Κοπιάστε εδώ να κλάψετε με μένα Mìnamo manechè-mma, diàike o A' Vrizie Μείναμε μοναχές μας, διάβηκε ο Άη Βρίζιος Ce e antròpi ste' mas pane ess'ena ss'ena Και οι άνθρωποί μας πάνε ένας-ένας
E antròpi ste' mas pane, ste' ttaràssune! Οι άνθρωποί μας πάνε και χάνονται! N'arti kalì 'us torùme ettù s'ena chrono! Να 'ρθει καλή, τους θωρούμε εδώ σ' ένα χρόνο! è' tui e zoì-mma? è' tui e zoì, Kristè-mu? Είναι αυτή η ζωή μας; είναι αυτή ζωή Χριστέ μου; Mas pa' 'cì sti Germania klèonta ma pono! Μας παν στη Γερμανία κλαίγοντας με πόνο!
Mara 's emena, ttechùddhia itta pedàcia Κρίμα σ' εμένα, φτωχούδια τα παιδάκια Torù to tata mia forà to chrono: Θωρούν τον πατέρα μια φορά το χρόνο: - Tata, jatì ste' klei? Ene o A' Vrizio! -Πατέρα γιατί στέκεις κλαίγοντας; είναι ο Άη Βρίζιος Kuse ti banda, kuse ti òrrio sono! Άκουσε τη μπάντα, άκουσε τί ωραίο τραγούδι!
-Ste kuo ti banda ce ste kuo itto sono, -Ακούω τη μπάντα κι ακούω και το τραγούδι steo ettù ma 'sà ce ste penseo sto treno, Στέκομαι εδώ με σας και σκέφτομαι το τραίνο penseo sto skotinò citti miniera Σκέφτομαι το σκοτεινό εκείνο ορυχείο pu polemònta ecì peseni o jeno! που πολεμώντας (δουλεύοντας) εκεί πεθαίνει ο κόσμος!
Tata, jatì e' nna pai? Pemma, jatì Πατέρα, γιατί πρέπει να πάς; πες μας, γιατί -Jatì tui ene e zoì, mara pedìa: -Γιατί τέτοια είναι η ζωή, φτωχά μου παιδιά: O ttechùddhi polemà ce tronni Ο φτωχούλης πολεμά κι ιδρώνει na lipariasi 'us patrunu m'utti fatìa! Να παχύνει τ' αφεντικά με τον μόχθο του!
Mara 'semà, dellaste ettù pedìa, Αλί σ' εμάς, κοπιάστε εδώ παιδιά, dellaste, ngotanizzome ttumèsa; ελάτε, να γονατίσουμε (καθήσουμε) 'δώ μέσα, o tata pirte ce 'mì prakalume ο πατέρας που ήρθε κι εμείς παρακαλούμε na ftasi lion lustro puru ja 'mà! να φτάσει λίγος ήλιος και για μας!
Κλάμα του εμιγκράντου, ~ παραδοσιακό.
Οι στίχοι υπάρχουν στο youtube...
Προς τί η νοσταλγία της Grecìa Salentina;
Τα τελευταία χρόνια η κουλτούρα των ελληνόφωνων κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας έχει "ανακαλυφθεί" και αγαπηθεί από δυο αρκετά διαφορετικά "κοινά": Ένα νεολαιϊστικο εναλλακτικό στην Ιταλία, κι ένα συντηρητικό δεξιό στην Ελλάδα. Η ύπαρξη τάσεων μέσα στην κοινωνία, φαινομενικά αντιδιαμετρικών, που ωστόσο εκφράζονται μέσα από κάποια κοινά ακούσματα, δεν πρέπει να κάνει εντύπωση.
Στον Ιταλικό Νότο, η καθυστερημένη φεουδαρχία παρείχε ένα κουκούλι εντός του οποίου μπόρεσαν να διατηρηθούν οι παλιές αγροτικές κοινοτικές σχέσεις (που αντιμάχονταν τους διαχωρισμούς που επέφερε ο καταμερισμός της εργασίας, την αποξένωση των μελών της κοινότητας, κλπ). Μεταξύ των σχέσεων αυτών, η χρήση μιας απομονωμένης ελληνικής διαλέκτου με προφανείς αρχαϊκές μορφές, που θα χαθεί μόνο μαζί με τις κοινοτικές σχέσεις αυτές, μέρος των οποίων ήταν, με το ιστορικό ξεπέρασμα των φεουδαλιστικών απομειναριών στον τοπικό τρόπο παραγωγής και την κατάρρευσή του, εκθέτοντας τις κοινότητες αυτές στην καπιταλιστική καταστροφή (μισθωτή εργασία, μετανάστευση κ.ο.κ).
Έτσι, δεν είναι παράλογο που η εργασία ("δουλειά" στην νεοελληνική κοινή), μοιράζεται την ίδια λέξη με τον πόλεμο, στα χαρακώματά της άλλωστε δεν ήταν λίγοι οι κατωιταλιώτες που έπεσαν νεκροί. Η καταστροφή της Marcinelle στο Βέλγιο το 1956, όπου κατέρρευσε μια στοά των ορυχείων σκοτώνοντας 262 εργάτες, οι περισσότεροι των οποίων Ιταλοί του Νότου, χαράχτηκε στην κοινωνική μνήμη της περιοχής.
Η αντίθεση Βορρά-Νότου, τόσο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και ως μικρογραφία στο εσωτερικό της Ιταλικής κοινωνίας, δεν είναι παρά αντίθεση μεταξύ καπιταλιστικού κέντρου και περιφέρειας, δηλαδή: 1. ζώνη όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων και το πέρασμα στην πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο έχει διαλύσει κάθε κοινωνική σχέση μέσα στην εμπορευματική μορφή, και το προλεταριάτο κοινωνικοποιείται μέσω της μορφής αυτής (βλ. το περί "απανθρωπιάς" στερεότυπο), και 2. ζώνη όπου η καπιταλιστική διείσδυση είναι περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική, πραγματικότητα που είναι εμφανής στις ανταγωνιστικές (προς την κοινωνικοποίηση μέσα απ' την εμπορευματική μορφή και τα καπιταλιστικά πρότυπα) παραδόσεις και τα αιτήματα (κι αισθήματα) αυτονομίας των ζωνών του Νότου (Ιβηρική, Κορσική, Σαρδηνία, Σικελία, Ν. Ιταλία, Βαλκάνια, Μ. Ασία κλπ).
Το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο βρίσκεται με το ένα πόδι στην υπερεπάρκεια υλικών συνθηκών, και με το άλλο στην έκλειψη υποκειμενικών, όμως αυτό που χάνεται είναι κι αυτό που ξαναβρίσκεται, που έλεγε κι ένας καταστασιακός. Και τώρα είναι πιο επείγον από ποτέ να ξαναβρεθεί. Τί άλλο μαρτυρά η νοσταλγία απ' την μεριά των -αντικειμενικά είτε επίδοξων- "ανεπτυγμένων";
Πέντε μάγκες στον Περαία, 1935 ~ Μουσική: Γιάννης Εϊζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς),Στίχοι: Κατερίνα Χαρμουτζή, Φωνή: Αντώνης Καλυβόπουλος.
Ο Γ. Εϊζιρίδης (1893, Κασταμονή του Πόντου-1942, Πειραιάς), μουσικό φαινόμενο από παιδί (έπαιζε στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ 'Β), αρνήθηκε να δουλέψει ως μουσικός και διασκεδαστής μιας συγκεκριμένης τάξης στην Ελλάδα όπου βρέθηκε μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή, οπότε άνοιξε ραφτάδικο στο ισόγειο του σπιτιού του στο Πέραμα για να ζήσει, κι όλα τα τραγούδια του στο εξής αναφέρονται στο κοινωνικό του περιβάλλον (Παραπονιούνται οι μάγκες μας, Ο Κατάδικος, Ο Πρεζάκιας, Μάγκισσα, κ.α.), εμπνέονται απ' αυτό και γράφονται γι' αυτό. Τους στίχους στα τραγούδια του, γράφει η σύζυγός του Κατερίνα, καθώς ο ίδιος δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά. Μόλις δώδεκα θα κυκλοφορήσει σε δίσκους, ενώ πολλά θα του κλέψουν άλλοι μουσικοί της εποχής. Με τη δικτατορία του Μεταξά, μαζί με λίγους ακόμα (Β. Παπάζογλου, Αν. Δεληάς, Γ. Μπάτης κ.α.) αρνούνται να υποβληθούν στη λογοκρισία και παύουν να γράφουν δίσκους. Θα πεθάνει από δηλητηρίαση στην κατοχή μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα. Στο Πέντε μάγκες στον Περαία πέφτει για πρώτη φορά στο ελληνικό τραγούδι η ιδέα για μποϋκοτάζ (το χασίς ήταν ακόμη τυπικά νόμιμο στην Ελλάδα, αν και η χρήση του αποτελούσε αιτία κοινωνικού στίγματος και περιθωριοποίησης). Προσοχή στις τελευταίες στροφές: για να μποϋκοτάρεις κάτι, πρέπει να διαθέτεις κάποια εναλλακτική.
La rabbia esplode a Reggio Calabria, 1971 ~ Στίχοι: Janna Carioli, Μουσική: Emal. Κατόπιν παραγγελίας της Federazzione Comunista.
Τραγούδι για τα μπάχαλα του Ρήγιου (Reggio di Calabria) το 1970, το ξέσπασμα της λαϊκής οργής ενάντια στην ακραία υποτίμηση του ιταλικού προλεταριάτου του Νότου, και στην κρατική στρατηγική της έντασης, με βόμβες στα τραίνα που μετέφεραν εργάτες απ' την κεντρική και βόρεια Ιταλία που κατέφθαναν να στηρίξουν (για πρώτη φορά) τις γενικές απεργίες των Καλαβρών συναδέλφων τους. Ταυτόχρονα, το κράτος σχεδίαζε την μεταφορά της περιφερειακής πρωτεύουσας απ' το Ρήγιο στο Καταντζάρο, όπου το εργατικό κίνημα ήταν αδύναμο, για να τσακίσει την περηφάνια των κατοίκων του Ρηγίου που βρέθηκαν ενωμένοι γύρω απ' τους εργάτες, ενάντια στην κυβέρνηση και το κράτος που τους είχε καταδικάσει στην πείνα και την μετανάστευση. Στις συναυλίες αλληλεγγύης στους απεργούς, όπου και πρωτοπαίχτηκε αυτό το τραγούδι, γεννήθηκαν στιγμές ως τότε πρωτόγνωρες με πιτσιρικάδες ν' αναποδογυρίζουν αυτοκίνητα και να στήνουν οδοφράγματα. Το τραγούδι γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας της κομμουνιστικής ομοσπονδίας, και αντανακλά κατά κάποιο τρόπο την οπτική της για τα γεγονότα αυτά (βλ. για παράδειγμα την τελευταία στροφή):
[Ο ήχος που ακούγεται στην αρχή προέρχεται απ' το οργανάκι Scacciapensieri (ή maranzannu στη Σικελία, malarruni στη Καλαβρία), που συνοδεύει πολλές ταραντέλλες, αλλά και στιγμές λούφας, χαλάρωσης ή ατελείωτου πηγαινέλα στις αγροτικές εργασίες, αποτελείται μόνο από ένα μικρό μεταλλικό έλασμα. Στην κυριολεξία σημαίνει "αυτό που διώχνει τη σκέψη".]
Reggio, la rabbia esplode la miccia brucia già Ρήγιο, η λύσσα εκρήγνυται το φυτίλι έχει ήδη ανάψει ma chi l'ha accesa sono gli stessi che vendon fame qua. μα αυτοί που βάλαν τη φωτιά είναι αυτοί που έσπειραν την πείνα Il capoluogo serve alla D.C. e ai mafiosi Η πρωτεύουσα εξυπηρετεί τους χριστιανοδημοκράτες και τους μαφιόζους per ottenere ancora più potere di quello che hanno già. Για ν΄ αποκτήσουν ακόμα περισσότερη εξουσία απ' όση ήδη έχουν
Il sindaco Battaglia serve da copertura Ο δήμαρχος Μπατάλια είναι απλό προκάλυμμα dietro ha gli agrari, i proprietari tutta la mafia nera. Πίσω του έχει τους γαιοκτήμονες, τους ιδιοκτήτες, όλη την μαφία της μαύρης οικονομίας Non costa far promesse alla povera gente Δεν του κοστίζουν οι υποσχέσεις στις φτωχές μάζες che cosa importa se alla fine si fa scannar per niente. Αυτό που 'χει σημασία είναι αν στο τέλος γλυτώσει το τομάρι του
Le barricate a Sbarre la gente spara già Τα οδοφράγματα στο Σμπάρρε έχουν υψωθεί ήδη spara miseria, spara la fame ma non sa contro chi. κόντρα στην μιζέρια, κόντρα στην πείνα, ενάντια σε ποιόν δε ξέρουν Fascisti con le bombe mafiosi col potere Οι φασίστες με τις βόμβες, οι μαφιόζοι με την εξουσία i proletari solo le braccia hanno da far valere. Οι προλετάριοι μόνο στα χέρια τους μπορούν να υπολογίζουν Fascisti quelle bombe vi scoppieranno in mano Φασίστες, αυτές οι βόμβες θα σκάσουν στα χέρια σας i comunisti alla violenza hanno risposto no. Οι κομμουνιστές στη βία έχουν πει όχι.
Και μια μετάφραση της ανακοίνωσης του Ιταλικού Τμήματος της Καταστασιακής Διεθνούς για τα γεγονότα του Ρηγίου (πηγή), που κυκλοφόρησε μαζί με την -μάλλον πιο γνωστή- προκήρυξη "Καίγεται το Ράιχσταγκ;":
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΡΗΓΙΟΥ
Μιλάνο, Οκτώβριος 1970
Στην Ιταλία σήμερα κάθε αφορμή είναι αρκετή για να θέσει μια εξέγερση στον δρόμο της κοινωνικής επανάστασης: στην Καζέρτα ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, στο Ρήγιο της Καλαβρίας μια περιφερειακή πρωτεύουσα. Δεν είναι το κράτος που επιλέγει να τα υποχωρήσει, όπως ισχυρίζεται ο δεξιός τύπος. Αντίθετα, είναι οι επαναστατικοί αγώνες του προλεταριάτου που το αναγκάζουν ολοένα και περισσότερο να κάνει πίσω. Σ' αυτήν την νέα περίοδο κρίσης, το Ρήγιο της Καλαβρίας είναι το πρώτο παράδειγμα πόλης εν τω μέσω της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που εξεγέρθηκε για παραπάνω από 3 μήνες, και αυτοοργανώθηκε. Αποκομμένη από μια γενική άγρια απεργία και μια κατάσταση πολιορκίας, η πόλη γενναία υπερασπίστηκε την ελευθερία που είχε κατακτήσει, πυροβολώντας χωρίς ενδοιασμούς τις αστυνομικές δυνάμεις, και στήνοντας ισχυρά οδοφράγματα.
Ακόμη κι αν αυτή η εξέγερση ήταν συγκεχυμένη απ' το ξεκίνημά της, η διάρκεια και η βία με την οποία επέβαλλε τον εαυτό της δείχνουν το επίπεδο της αυθεντικής δύναμης και της σαφήνειας που κατέκτησε. Μια πραγματικά ριζοσπαστική πρακτική, σε κάθε ποικιλία της, αποτελεί και την εγγύηση κάθε ελευθερίας. Αλλά στην Ιταλία όλα παίζονται, ακόμα και η αντεπανάσταση! Λες και χρειαζόμασταν περεταίρω αποδείξεις της γελοιότητας της ιταλικής πολιτικής τάξης, ο πρωθυπουργός Colombo δε βρήκε κάτι καλύτερο να πει απ' το να προσπαθήσει να περάσει την αδυναμία του κράτους ως δύναμή του: "Κανείς δε θα πρεπει να περνάει την μετριοπάθεια και τη σταθερότητα που επέδειξε το κράτος -και που είναι η δύναμή του- για αδυναμία". Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή οι αρχές είναι ανίκανες να αποκαταστήσουν την τάξη στους δρόμους.
Όσο για τους σταλινικούς του λεγόμενου "Κομμουνιστικού Κόμματος", "ποτέ δε σταμάτησαν να συκοφαντούν την εξέγερση ήδη απ' το ξεκίνημά της", και "με μια δυνατή έκκληση στις πιο υπεύθυνες δυνάμεις της πλειοψηφίας" καλούν την Κυβέρνηση "προ των ευθυνών της", και "την αίσθηση του καθηκόντος" της εν όψει της συνέχισης του ξεσηκωμού. Ακριβώς όπως στην απεργία των σιδηροδρομικών, αναδείχθηκαν στους πιο αδίστακτους απεργοσπάστες, καθώς ο αγώνας γελοιοποίησε τις ντιρεκτίβες της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (CGIL) κι έκανε ένα ποιοτικό βήμα προς την επανάσταση, οι "Κομμουνιστές" με περίσσια αισχρότητα ζητούσαν τη δολοφονική επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού ενάντια στη "φασιστική εξέγερση". Σαν να μην ήταν αρκετά τα πραγματικά γεγονότα, τα ψέμματα του Σταλινικού συρφετου επαναλαμβάνονταν στις φασιστικές εφημερίδες: "ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ".
Στο ξεκίνημα της εξέγερσης, τα άμεσα συμφέροντα της τοπικής μασωνίας (Δήμαρχος, Ιερατείο, δικηγόροι και ηγετικές φυσιογνωμίες) είχαν μια εμφανή παρουσία, αλλά αμέσως στράφηκαν στην ευθεία αντιπαράθεση προς την εξέγερση, ξεκινώντας διαπραγματεύσεις με τους συναδέλφους τους στη Ρώμη για την παράδοση της πόλης, σε αντάλλαγμα με την ικανοποίηση των αξιοθρήνητων αιτημάτων τους. Ο αρχικός θεαματικός προβληματισμός για την περιφερειακή πρωτεύουσα δε ξεγελούσε πια κανέναν.
Οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούσαν πια να πιστεύουν ότι μια στρατηγική ανάλογη μ' αυτήν της 12ης Δεκεμβρίου (1969) θα σταματούσε την εξέγερση, κι ήταν ήδη έτοιμες ν' αναλάβουν το ρίσκο ανοιχτού πολέμου. Οι προβοκατόρικες κι αστυνομικές βόμβες της 12ης Δεκεμβρίου μόνο στιγμιαία σταμάτησαν την αναπόφευκτη κίνηση που ρεζίλευε όλες τις απόπειρες του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) για κοινωνική ειρήνη. Στους μήνες που ακολούθησαν την καταστολή, υπήρξαν πολλές δίκες, αλλά η πραγματική δίκη είχε ήδη λάβει χώρα, και γιορτάστηκε στους δρόμους του Ρήγιου για πάνω από τρεις μήνες. Η ποινή αποδόθηκε τον τρίτο μήνα, όταν το προλεταριάτο του Ρηγίου επανειλημμένα άνοιξε πυρ κατά της αστυνομίας. Η Κυβέρνηση και οι Σταλινικοί για πληρώσουν ακριβά για την νίκη τους επί του Ρηγίου.
Σταλινικοί, Κύριοι της Κυβέρνησης, λοιποί προύχοντες: Μπορεί να καταβροχθίσατε το Ρήγιο, αλλά δεν είστε σε θέση να το χωνέψετε!
Εν συντομία, η εξέγερση του Ρηγίου ήταν ο πρώτος αυθεντικός ξεσηκωμός της Ιταλικής επανάστασης. Ανεπαρκής, ανεκπλήρωτη, συχνά συγκεχυμένη και πάνω απ' όλα συκοφαντημένη, είχε την χάρη να ξεπεράσει το στάδιο των εύκολα κατεσταλμένων αυθόρμητων εξεγέρσεων, όπως στην Μπαττιπάλια (Battipaglia), στην Καζέρτα (Caserta), και στις φυλακές, κι άνοιξε επιτέλους την περίοδο των ένοπλων εξεγέρσεων. Στο Ρήγιο, για πρώτη φορά στην Ιταλία, το κράτος ήρθε αντιμέτωπο με μια σκανδαλώδη και διαρκή απαξίωσή του, και προς στιγμήν μια ανοιχτή εναντίον του επίθεση. Έτσι, δεν είναι να αναρωτιόμαστε για τις πολλές και υπαρκτές αδυναμίες του ξεσηκωμού αυτού, αλλά μάλλον να θαυμάζουμε τη δύναμή του. Ό,τι καλύτερο παρήγαγε αυτή η εξέγερση ήταν το παράδειγμά της, το οποίο προορίζεται να οικειοποιηθεί και να ξαναεμφανιστεί.
Πέραν αυτών, δε γνωρίζουμε πώς αλλιώς θα μπορούσε να αναλυθεί το προλεταριάτου του Ρηγίου. Το θέμα πλέον είναι στα χέρια των άγριων απεργών του βορρά. Η επαναστατική κρίση της Ιταλίας θα συνεχίσει να περιπλέκεται, μέχρι ν' ανοίξει τις θύρες της σε μια ριζοσπαστική λύση.
Αν η εξέγερση της Μπαττιπάλιας έδειξε την κοροϊδία της πλατωνικής αλληλεγγύης μεταξύ όλων των αριστερών πολιτικών οργανώσεων, απ' το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) ως τους Μαοϊκούς, ως εδώ καμμιά πολιτικά συνειδοποιημένη ομάδα δεν τολμά να ταυτιστεί με την εξέγερση του Ρηγίου, καθώς καμμιά τους δεν τολμά να παραδεχθεί τις ίδιες τις αντιφάσεις της: ότι όλες τους κακοποιούν κι αντιτίθενται ενεργά στο κίνημα που τις ξεσκεπάζει. Ποτέ πριν δεν ήταν αναγκασμένοι οι κινέζοι καρνάβαλοι της Lotta Continua να μασκαρευτούν τόσο, όσο όταν έφτασαν με τις αστυνομικές και στρατιωτικές ενισχύσεις, για να επαναφομοιώσουν την εξέγερση για το καλό του κινήματός τους. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για τους εφευρέτες του ψεύδους απ' το να πουν την αλήθεια.
Αν και δεν υπήρχαν ενεργοί φασίστες προβοκάτορες στη Ρήγιο στη διάρκεια της εξέγερσης, περισσότερο απ' ότι στην υπόλοιπη περιοχή, ήταν τόσο ανεπαρκώς οργανωμένοι, που έκαναν τα πράγματα πολύ ευκολότερα για τους Σταλινικούς του PCI, που αντί να καταγγείλουν τους φασίστες ως τέτοιους, άδραξαν την ευκαιρία να στιγματίσουν ολόκληρη την εξέγερση ως "αντιδραστική και φασιστική". Όμως η αλήθεια είναι προνόμιο και δικαίωμα του επαναστατικού λόγου. Δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι η επέμβαση του στρατού και η κατάσταση πολιορκείας ήταν οι πραγματικές νίκες της διαρκούς εξέγερσης στο Ρήγιο. Γιατί άλλωστε επιβλήθηκε η κατάσταση πολιορκίας; Επειδή μια πόλη είχε ξεσηκωθεί κι είχε πάρει τα όπλα. Οπότε, ζήτω η εξέγερση σε κάθε πόλη!
Η άλλη νίκη της εξέγερσης του Ρηγίου ήταν του ότι κατέδειξε σαφώς στους εργάτες τόσο του Βορρά όσο και του Νότου τον πραγματικό κατασταλτικό αστυνομικό ρόλο του λεγόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος και των συνδικαλιστικών γραφειοκρατειών σ' αυτήν την επαναστατική εποχή. Έχοντας παραδεχθεί τη συντριπτική ήττα της συνδικαλιστικής αστυνομίας, ο Υπουργός Εργασίας πρότεινε στις 18 Οκτωβρίου (1969), τον σχηματισμό ενός κανονικού σώματος "αστυνομίας της εργασίας". Μόλις γίνει κι αυτό, η Ιταλία δε θα χει πλέον τίποτα να ζηλέψει απ' την Μαοϊκή Κίνα, όπου ο στρατός αναγκάζει τους εργάτες να δουλεύουν.
Η Κυβέρνηση είναι κατά καιρούς έτοιμη να παραβεί την νομιμότητα του ίδιου του κράτους της, καθώς σε στιγμές επαναστατικής κρίσης, όταν η ίδια η ύπαρξη του Κράτους παίζεται, για την κάθε Κυβέρνηση υπάρχει ένας και μόνο νόμος: η επιβίωση του Κράτους. Εμείς δεν το αρνηθήκαμε ποτέ: "Δε ζητάμε την επιβολή του νόμου, αλλά της επανάστασης". Η Κυβέρνηση, απ' την μεριά της, έχει εγκαταλείψει την νομική υποκρισία. Παίρνει θέση στην επαναστατική αρένα, καθώς το αντικείμενο της αντεπανάστασης είναι επίσης αντικείμενο της επανάστασης.
Το αυθεντικό κίνημα του Ιταλικού προλεταριάτου οδεύει προς το σημείο πέρα απ' το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, τόσο για το κίνημα, όσο και για τους εχθρούς του. Οι αυταπάτες για την πιθανότητα αποκατάστασης της "ομαλότητας" διαλύονται η μία μετά την άλλη, καθώς γίνεται απαραίτητο καί στις δυο πλευρές να ρισκάρουν το παρόν τους προκειμένου να κερδίσουν το μέλλον τους. Παρά τη συστηματική αξιοποίηση των συνδικάτων και των γραφειοκρατών της παλιάς και της νέας αριστεράς, το επαναστατικό κίνημα κερδίζει δύναμη. Αντιμέτωπη μ' αυτό, η εξουσία είναι αναγκασμένη να συνεχίσει την παλιά κωμωδία του "νόμου και τάξης", παίζοντας αυτή τη φορά το αποφασιστικό χαρτί της τρομοκρατίας, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τις συνθήκες που θα την αναγκάσουν να εκθέσει το παιχνίδι αυτό στην επαναστατική κριτική. Οι απόπειρες των αναρχικών του 1921, οι απεγνωσμένες πράξεις των επιζήσαντων του τσακίσματος του επαναστατικού κινήματος της εποχής, χάρισαν στην Ιταλική μπουρζουαζία ένα χρήσιμο κλίμα για να εγκαθιδρύσει, μέσω του φασισμού, έναν στρατιωτικό νόμο σ' ολόκληρη την κοινωνία. Η αστική τάξη σήμερα δεν έχει ανάγκη τα λάθη των παλιών αναρχικών για να βρει μια δικαιολογία για την πολιτική εγκαθίδρυση της ολοκληρωτικής της πραγματικότητας. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα από μόνη της, χώνοντας τους νέους αναρχικούς σε αστυνομικές σκευωρίες, ή μανιπουλάροντας τους πιο αφελείς μεταξύ τους σε μια ολοφάνερη προβοκάτσια. Οι αναρχικοί, πράγματι, διαθέτουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για τις απαιτήσεις της εξουσίας: μια διαχωρισμένη και ιδεολογικοποιημένη εικόνα του πραγματικού κινήματος. Ο θεαματικός "εξτρεμισμός" τους επιτρέπει στην εξουσία να χτυπά, μέσω αυτόν, τον πραγματικό εξτρεμισμό του κινήματος.
Το πρακτικό πρόβλημα με το Ρήγιο, κι όλες τις άλλες μάχες που δόθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια στις οποίες χύθηκε αίμα, όπως τέθηκε με σαφήνεια στους εργάτες, δεν ήταν το πρόβλημα του αφοπλισμού της αστυνομίας, αλλά του οπλισμού του προλεταριάτου.
Η εξουσία που υπάρχει, μπορεί και υπάρχει μόνον επειδή αποσπάται από εμάς, και συνεπώς μόνο από μας μπορεί να επανακτηθεί και να ΔΙΑΛΥΘΕΙ. Δε χρωστάμε τίποτα, γιατί δεν μας ανήκει τίποτα. Αλλά ακριβώς λόγω αυτού, είμαστε οι πιο επικίνδυνοι απ' τον καθένα που του ζητάν να πληρώσει!
Σύντροφοι!
Στόχος μας δεν είναι μόνο η αστυνομία: είναι επίσης οι Σταλινικοί του PCI, οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές και οι Μαοϊκοί.
Στρατιώτες!
Υπ' αυτές τις συνθήκες, δε σας ζητάμε να παραβείτε τις εντολές σας. Σας το ζητάει η λογική και η εντιμότητα του προλεταριάτου που κληθήκατε να καταστείλετε!
Ζήτω το Επαναστατικό Προλεταριάτο του Ρηγίου της Καλαβρίας!
Ζήτω η Άγρια Απεργία των Σιδηροδρομικών!
Ζήτω οι σύντροφοι που σε κάθε εργοστάσιο της Ιταλίας γκρεμίζουν τα δίχτυα που πλέκει το PCI και οι άλλοι γραφειοκράτες!
Περιπλανώμενη ζωή, 1954 ~ Στίχοι: Κώστας Βίρβος. Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης. Φωνή: Σωτηρία Μπέλλου (εδώ, 1987, με την ανηψιά της Αρετή).
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια περιπλάνηση με την καταστασιακή έννοια της dérive, και η ατμόσφαιρα δεν είναι η νωχελικότητα των ψυχογραφικών ανιχνεύσεων στα δυτικά αστικά τοπία. Το περιπλανώμενο άτομο (μειωμένο εδώ σε "κορμί", απαλλοτριωμένο από τα μέσα ανα-παραγωγής της ζωής του-τον έλεγχο της μοίρας του), υπο-φέρει το βάρος αιμοσταγών εξωτερικών καταναγκασμών, εξ ού και η περιπλάνησή στην οποία είναι αναγκασμένο παίρνει την μελαγχολική τροπή της ασωτείας και του ανεπικοινώνητου πόνου. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή ως υποκειμενική καταστροφή η λεηλασία και υπαγωγή που αποτελεί γενικότερη συνθήκη για την τάξη των εργατών.
Το τραγούδι είναι λαϊκό, με την έννοια του τραγουδιού που τραγουδιέται απ' τον λαό, τις δυναμικές ανθρώπινες μάζες που συσσωρεύτηκαν στις πόλεις μετά τον εμφύλιο, κι όχι ασφαλώς την έννοια του τραγουδιού που παρήχθηκε για λαϊκή κατανάλωση, σύμφωνα με την τρέχουσα (μετά την πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο δηλαδή και σχετιζόμενη μ' αυτήν) κατηγοριοποίηση.