Η Ιστορία του σοφρωνισμού, ή αλλιώς η ιστορία της καταστολής είναι η ιστορία του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού: Βαριές ποινές με αποκορύφωμα τη θανατική και ποινικοποίηση συμπεριφορών που μέχρι πριν θεωρούνταν κανονικές όταν αυξάνονται οι εργατικοί πληθυσμοί, χαμηλές ποινές κι ελαστικότητα μετά από πολέμους, καταστροφές κι επιδημίες που μειώνουν το κλάσμα της προσφερόμενης εργασίας προς αυτήν που μπορεί να τεθεί υπό εκμετάλλευση κάτω από τα υπάρχοντα μέσα.
"Στη συγκεκριμένη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, το Κεφάλαιο απρόθυμο κι ανίκανο να την αφομοιώσει [την εξέγερση] (εξ ού και ο καταποντισμός του συριζα)*, αλλά και να κάνει οτιδήποτε μ' αυτήν, δε θα μπορούσε παρά να την αντιμετωπίσει ως πρόβλημα δημοσίας τάξεως, δηλαδή ως πρόβλημα όχι-αρκετής-καταστολής. Αυτός φαίνεται να είναι και ο τρόπος που θα απαντά σε κάθε κοινωνική έκρηξη από δω και πέρα (βλ. για παράδειγμα τα δελτία ειδήσεων για την Κερατέα)." Σύμφωνα με τα προλεγόμενα.
Ας μείνουμε ακόμα μια στιγμή εδώ: από Ανατολή σε Δύση, σ' ολόκληρο τον πλανήτη, κάθε κράτος και όλα μαζί, αντιμετωπίζουν τους δυσαρεστημένους υπηκόους τους ως εχθρούς, είναι μάλιστα διατεθειμένα να περάσουν σε μεγάλο κόπο προκειμένου να τους εξοντώσουν μαζικά, ισοπεδώνοντας τις πόλεις τους, καταστρέφοντας το ίδιο το κεφάλαιο, όπως γίνεται ήδη στη Συρία, παρά να κάνουν το παραμικρό για να τους ενσωματώσουν.
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την Ελλάδα -παραδόξως, μιας κι εδώ ο καλός Κύριος Αλαβάνος είναι έτοιμος να μπεί και φυλακή για να βρεθούν δουλειές για μας τους νέους (τώρα τί είδους δουλειά θα βρεθεί αν μπεί ο Αλαβάνος φυλακή... ξέρω γω; δεσμοφύλακα ίσως).
Αν το καθεστώς δεν έχει ακόμα εξαπολύσει μια σαρωτική επίθεση α-λα-Συρία, είναι απλά επειδή δεν νιώθει ότι απειλείται σοβαρά. Ωστόσο, τα μηνύματα της καταστολής στο κίνημα των πλατειών και τις απεργιακές διαδηλώσεις της τελευταίας διετίας είναι σαφή: οι μπάτσοι βαράνε χωρίς περιστολή, βαράνε αν όχι για να σκοτώσουν, τουλάχιστον αδιαφορώντας για το αν θα σκοτώσουν. Πέρα δηλαδή απ' την προφανή νομική αναβάθμιση (διεύρυνση τρομονόμων, κουκουλονόμων κοκ) υπάρχει μια αισθητή παράμετρος της κατασταλτικής βίας που συχνά περνάει απαρατήρητη, όσο απαρατήρητοι πέρασαν και οι προχθεσινοί δεκάδες προσαχθέντες, που αποχωρούσαν απ' τη ΓΑΔΑ άλλοι χτυπημένοι, άλλοι απλά φοβισμένοι, απογοητευμένοι, σοφρωνισμένοι, μόνοι...
Υπάρχει μια αντίθεση στα μπάχαλα πριν και μετά το 2008 (με τη φωτεινή εξαίρεση της Κερατέας) που μπορούμε να τη συνοψίσουμε εδώ σε μια αίσθηση δύναμης/αδυναμίας.
Συνεχίζεται...
και μια κομματάρα για να τραβήξουμε και το εαμ-ελας-οπλα-friendly κοινό, που μάλλον θα αυξάνεται όσο αυξάνεται το παραπάνω αίσθημα αδυναμίας.
Σημειώσεις:
*η αύξηση των δημοσκοπικών ποσοστών της αριστεράς είναι μάλλον παρεπόμενο της διευρυμένης αποχής, όπως και η αντίστοιχη της ακροδεξιάς, παρά ουσιαστική αύξηση της βάσης της
στο βίντεο: ελικοπτεράκι με κάμερα, εποπτεύει τις κινήσεις των δυνάμεων καταστολής για λογαριασμό των αντιφασιστών διαδηλωτών κατά τα μπάχαλα της ημέρας ανεξαρτησίας της Πολωνίας, Βαρσοβία 11-12/11/2011.
Νέα από την Καμπάνια "Ένα καφενείο για την Τσιάπας":
Το κινηματοπωλείο "άνευ αρχών" μετά από μια κρίση της εθελοντικής εργασίας (αντανάκλαση της γενικότερης κρίσης), ενημερώνει ότι ξανανοίγει τις πόρτες του, αυτήν τη φορά με ημερομίσθια νομή των εσόδων και "ένα προαποφασισμένο ποσοστό να κατατίθεται σε κινηματικούς σκοπούς", όπως τα Starbucks διαθέτουν ένα προκαθορισμένο ποσοστό των εσόδων τους στη διάσωση των rainforests, αυξάνοντας την κατανάλωση της ευαισθητοποιημένης πελατείας τους.
Είστε λοιπόν άτομο με πολιτική συνείδηση και θέλετε να απολαύσετε το μπυρόνι σας έξω απ' τις συνηθισμένες νόρμες, ανατρέποντας τις συμβατικές κοινωνικές σχέσεις, αλλά καί να ενισχύσετε τον κινηματικό κορβανά; Το άνευ αρχών είναι το μαγαζί-πολιτικό ζυμωτήρι για σας.
Ο κακοπροαίρετος αναγνώστης ίσως αναρωτηθεί: Οκ, οι πρώην εθελοντές-εργαζόμενοι θα αυτοϋποτιμούν πλέον την εργασία τους (τουλάχιστον μέχρι το σημείο που η καπιταλιστική κρίση θα θέσει επιτακτικά το ζήτημα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όσο και του ίδιου του εμπορευματικού κύκλου), ώστε να διατηρήσουν σχετικά ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με τον κλάδο, προκειμένου ένα μέρος της υπεραξίας που θα μπορούσαν να τσεπώσουν να πάει στο "κίνημα". Ας πούμε ότι αυτό είναι το μέρος είναι ένα Χ% της τελικής τιμής του μπυρονιού μας. Τί γίνεται όμως με το υπόλοιπο 100-Χ;
Παρά τις αναβιώσεις της αυτοδιαχείρισης με πιο πρόσφατη αυτήν της συνέλευσης της πλ. Συντάγματος, φαίνεται πως ελάχιστοι έλληνες είναι διατεθειμένοι να γυρίσουν στον πρωτογενή, να σηκώσουν τα μανίκια και να πιάσουν τα σφυριά και τα δρεπάνια για να χτίσουν συνεργατικά κι αλληλέγγυα την μεγάλη Ελλάδα του Χότζα και του Καζάκη. Αν και η συνέλευση του Λ. Πύργου έκανε κάποια βήματα προτείνοντας την εθελοντική εργασία των ανέργων μελών της στον καλλωπισμό της πόλης κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας, δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία για επέκταση της αλληλέγγυας και συνεργατικής απασχόλησης στη ζυθοβιομηχανία.
Κατά συνέπεια, θα ήταν βάσιμο να υποθέσουμε ότι, πλην του υπέρ κινήματος ποσοστού, ισχύουν στο ακέραιο οι καπιταλιστικές σχέσεις. Που θα πει, κάποια αφεντικά (του εργοστασίου παραγωγής, των μεταφορών, του εξοπλισμού) βγάζουν κέρδος, ενώ κάποιοι εργάτες υφίστανται εκμετάλλευση (και μάλιστα τόσο περισσότερη όσο περισσότερα μπυρόνια θα παραχθούν/θα καταναλωθούν, κοίτα να δεις) και τα λοιπά μπανάλ αριστερίστικα.
Βέβαια, ο κινηματικός καταναλωτής θα πει -και με το δίκιο του: εντάξει, δεν είναι και Η επανάσταση, αλλά εκεί που θα πιείς το μπυρόνι σου σ' ένα άλλο μαγαζί, πίνοντάς το σ' αυτό, στηρίζεις και το κίνημα. Χμ. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος γι αυτό. Στην περίπτωση που το καταναλωτικό κοινό είναι και μέρος του κινήματος (ιδανικά ολόκληρο το κίνημα, που θα πρεπε να στηρίζει τέτοια εγχειρήματα και μπλα μπλα μπλα), τότε δεν έχουμε παρά μια μετατόπιση κεφαλαίου από την μια τσέπη του κινήματος στην άλλη, και μάλιστα για κάθε 100 ευρώ που βγαίνουν απ' την μια τσέπη (της κατανάλωσης), μόλις Χ ευρώ επιστρέφονται στο κίνημα, ενώ τα υπόλοιπα 100-Χ καλύπτουν τα διάφορα έξοδα, και κυρίως την κερδοφορία των σχετικών αφεντικών (του εργοστασίου παραγωγής κλπ).
Για να υπάρχει ουσιαστικό κέρδος για το "κίνημα" σ' αυτό το σχήμα, θα πρέπει το καταναλωτικό κοινό να συμπίπτει όσο το δυνατόν λιγότερο με το κίνημα, διακρίνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο απ' την μια τους ακτιβιστές του κινήματος που χρήζουν οικονομικής ενίσχυσης, κι απ' την άλλη ένα καταναλωτικό κοινό συμπαθείας που θα τσοντάρει τα απαραίτητα κεφάλαια, χωρίς όμως να δραστηριοποιείται στο κίνημα άρα να αξιώνει και χρήση των χρημάτων αυτών (διαφορετικά επιστρέφουμε στο προηγούμενο σχήμα). Με λίγα λόγια, η πρακτική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, η κερδοφορία του, είναι ανάλογη της ικανότητάς του να κρατάει τους συμπαθούντες ανενεργούς, σε ρόλο καταναλωτή (όπως λειτουργούν για παράδειγμα τα ζωοαπελευθερωτικά κινήματα).
Το όποιο οικονομικό όφελος από την άλλη είναι αμελητέο μπρος στις συνέπειες της διαμεσολάβησης από το εμπόρευμα. Οπότε γιατί να μη βάζει το κάθε πρόσωπο ή συλλογικότητα του κινήματος τα λεφτά απ' την τσέπη τους για τις κινηματικές δραστηριότητες, αντί να τα πληρώνει σε μπύρες, καταβάλλοντας κάθε φορά έναν φόρο της τάξης του 100-Χ στο εμπόρευμα;
Γιατί όμως ένα καφενείο κι όχι για παράδειγμα ένα δικηγορικό γραφείο; Θα χτυπούσε άραγε άσχημα ένα δικηγορικό γραφείο που θα καλούσε τους συντρόφους να το προτιμούν για τις υποθέσεις τους, καθώς θα έδινε ένα προαποφασισμένο ποσοστό στο κίνημα; ένα μπουρδέλο που θα πλήρωνε ένα μικρό νταβατζηλίκι και στο κίνημα;
Για να είμαστε δίκαιοι, η μεσολάβηση της "πολιτικής ζύμωσης" απ' το καφενειακό εμπόρευμα δεν είναι κάποια θλιβερή καινοτομία του "άνευ αρχών". Όλα τα προηγούμενα χρόνια, ήταν επιλογή του κινήματος, ίσως όχι συνειδητή αλλά σίγουρα μαζική και γενικά αποδεκτή, ο χώρος της πολιτικής ζύμωσης να γίνουν τα καφενεία, κι όχι πχ. οι πλατείες, τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, ή άλλοι δημόσιοι χώροι που έπαιξαν κατά καιρούς έναν τέτοιο ρόλο. Η κινηματική πρόσοδος στην κατάσταση αυτή είναι αποτέλεσμα κι όχι αιτία της.
Ξαναγυρνάμε λοιπόν σ' ένα ζήτημα που είδαμε και προηγουμένως. Πώς και γιατί το κίνημα επέλεξε να μεσολαβήσει τη δραστηριότητά του με το εμπόρευμα, και να γίνει το πειραματόζωο νέων μορφών εργασίας; Ακόμα, ποιά θα ήταν η ανάπτυξη και τα όρια μιας τέτοιας κατάστασης;
Ζούμε για την μέρα που το αλληλέγγυο αυτοθεσμισμένο νόμισμα θα ξεπεράσει σε ισοτιμία την νέα δραχμή.
Υπάρχει σήμερα τραγούδι που να λέει τίποτα άλλο στους εργάτες παρά "κανονίστε να γίνετε πλούσιοι" ή να μη λέει απολύτως τίποτα; Και γενικότερα, υπάρχει πια προλεταριακή κουλτούρα με διαφορετικές αξίες και θεσμούς απ' του κεφαλαίου; Κι αν υπήρχε κάποτε, τί μεσολάβησε;
στις επόμενες συνεδρίες: τυπική και πραγματική υπαγωγή, κρίση και αναδιάρθρωση, προλεταριακή θετικότητα κι αρνητικότητα και άλλα πολλά.
Στίχοι: "-Κανείς δε γνωρίζει τί ακριβώς συμβαίνει σήμερα γιατί κανείς δε θέλει να συμβεί κάτι, στην πραγματικότητα δε ξέρουμε ποτέ τί συμβαίνει ξέρουμε μόνο τί θα θέλαμε να συμβεί, κι είναι κάπως έτσι που γίνονται τα πράγματα. Το '17 ο Λένιν και οι σύντροφοί του δεν είπαν: Θα κάνουμε την επανάσταση επειδή θέλουμε την επανάσταση. Είπαν "Όλες οι επαναστατικές συνθήκες είναι παρούσες, η επανάσταση είναι αναπόφευκτη!" Κάναν την επανάσταση που δε θα γινόταν ποτέ εάν δεν την έκαναν και που δε θα την έκαναν αν δεν είχαν σκεφτεί ότι είναι αναπόφευκτη ακριβώς επειδή ήθελαν να γίνει. Και κάθε φορά που κάτι αλλάζει σ' αυτόν τον κόσμο είναι πάντα προς το χειρότερο! Ορίστε γιατί κανείς δεν κάνει κάτι, κανείς δεν τολμά να προκαλέσει το μέλλον! Πρέπει να είναι κανείς τρελλός για να προκαλέσει το μέλλον! Πρέπει να είναι τρελλός για να ριψοκινδυνεύσει να προκαλέσει ένα νέο '19, ή ένα νέο '14 ή ένα νέο '37. -Οπότε, δε θα συμβεί πια ποτέ τίποτα; -Μα ναι, ακριβώς επειδή υπάρχουν πάντα τρελλοί, και μαλάκες για να τους ακολουθήσουν.
-Και σοφοί για να μην κάνουν απολύτως τίποτα..."
***
ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΜΑ
"Ολόκληρη η εποχή μας και η κοινωνία είναι βαθιά μηδενιστική και το ξεπέρασμα του μηδενισμού αυτού δεν γίνεται με ευεργετικές απεραντολογίες περί κάποιας γενικής και αόριστης (πάντα ομιχλώδους) ελευθερίας." -από Κ.Κ.Κορυδαλλού
“Είμαστε καχύποπτοι με τα πάντα.” –από τη συνέλευση Λευκού Πύργου, 29/5/2011
Ο σύγχρονος μηδενισμός αντανακλά ένα διπλό αδιέξοδο. Απ' την μια, ανυπαρξία προοπτικής στον καπιταλισμό για αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας, απ' την άλλη η διαχρονική αποτυχία κάθε εξέγερσης εναντίον του. Είναι η ιδέα που υπάρχει σε κάθε κεφάλι: η διαρκής ματαίωση, η απόγνωση, η απουσία νοήματος. Απ' τον ακτιβισμό ως τα ναρκωτικά, κι απ' την μανιοκατανάλωση ως τις εναλλακτικές θεραπείες, ο καθένας ανταποκρίνεται όπως μπορεί στην έλξη του μηδενός.
Ο μηδενισμός είναι το βασικό προϊόν αυτής της κοινωνίας άρα και αυτό με το οποίο θα κριθεί[1]. Ως γενικός κριτής, είναι αναγκαία όψη κάθε εξέγερσης, που επείγεται όμως να ξεπεραστεί απ' τη δημιουργία νέων αξιών, νέων κοινωνικών σχέσεων, νέας ζωής. Νέες θετικότητες δηλαδή, που προκύπτουν αυθόρμητα απ' την ίδια την αναγκαιότητα της εξέγερσης να επιβιώσει και (άρα) να εξαπλωθεί. Χωρίς τη δημιουργία νέων δομών, μετά από κάθε εξαγνισμό μέσω της φωτιάς, όσο καταστροφικός κι αν είναι αυτός, ο παλιός κόσμος θα επιστρέφει. Μια ήττα της εξέγερσης φέρει αναπόφευκτα μέσα της και την φετιχοποίηση της ανεκπλήρωτης μηδενιστικής φάσης της, που γίνεται αδιαπέραστο ανώτατο όριο. "Αυτός ο κόσμος δε θ' αλλάξει ποτέ", vanitas vanitatum...[2] κι αφού όλες οι εξεγέρσεις καταπνίγονται ή οδηγούν σε χειρότερες τυραννίες, τότε τί μένει; Μα φυσικά το φετίχ, η εξέγερση ως ιδεολογία, ο μηδενισμός ως στυλ, ως "ατομική επιλογή", ως "αξιακός κώδικας" κι ένδειξη μιας ηθικής ανωτερότητας απ' τον χύδην όχλο. Την ίδια στιγμή, ένας όχλος κατεβαίνει στο σύνταγμα για το μικροσυμφέρον του που χάνεται, κουβαλάει σημαίες, βαράει τύμπανα, φωνάζει πρωτόγονα συνθήματα, είναι "απολιτίκ" (σύμφωνα με κάθε πλασιέ "πολιτικοποίησης"), γιουχάρει τους πολιτικοποιημένους που του κουνάν το δάχτυλο.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε εδώ, πώς ενώ για τους πολιτικοποιημένους οι -ηττημένες- εξεγέρσεις και οι τεχνοτροπίες τους γίνονται αδιαπέραστο όριο πολιτικού σχεδιασμού, μέσο κοινωνικοποίησης, ταυτότητας, δηλαδή θέαμα προς αναπαράσταση, είναι αντίθετα ο όχλος που θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις στο αδιέξοδο, να προτείνει ένα ξεπέρασμα του μηδενισμού. Οι βασικές αρχές του καλέσματος πάνω στο οποίο συσπειρώθηκε έχουν μεγάλο ενδιαφέρον:
1) Άρνηση των κομμάτων και των συνδικάτων, καχυποψία προς τις πολιτικές ιδεολογίες. 2) Διαρκείς συγκεντρώσεις και δημιουργία συνελεύσεων, αντί για διαδηλώσεις. 3) Δέσμευση στην μη-βία (τουλάχιστον μέχρι να καταπατηθεί απ' την άλλη πλευρά). 4) Σεβασμός στον εσωτερικό διάλογο και ενότητα.
Αξίζει να σημειωθεί, πριν δούμε πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά αυτά, το στοιχείο που σηματοδότησε την πυροδότηση του κινήματος, που όπως σε κάθε αυθεντική εξέγερση [3] δεν ήταν παρά ένας συναγωνισμός (η "καλή Έρις" των αρχαίων Ελλήνων κατά τον Νίτσε) μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, για το ποιά θα φανεί πιο φιλόξενη στο μικρόβιο της αναταραχής που μετέλαβε απ' τις αραβικές χώρες η Ισπανία.
Ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά τώρα, είναι εμφανής η συνειδητοποίηση -έστω και μερική- του "τέλους του διαλόγου". Ο όχλος δεν επιδιώκει να "μετρηθεί" διαδηλώνοντας, να γίνει εργαλείο επαναδιαπραγμάτευσης των πολιτικών συσχετισμών, γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός που θα τον ωφελούσε. Απορρίπτει τους παλιούς εκπροσώπους του, που έχουν καταστεί ανώφελοι και περιττοί, κι αντιπροσωπεύουν την ήττα, το αδιέξοδο. Αρνείται συνολικά την εκπροσώπηση, τα μμε, ακόμα κι αν φέρει -έστω και αόριστα, αδιαμόρφωτα- αιτήματα, δε ζητάει την ικανοποίησή τους από ένα καθεστώς συνολικά απόμακρο και εχθρικό, προτιμά να σμιλεύσει την ανάπτυξή του μέχρις ότου αναγκαστικά ίσως να τα επιβάλει [4]. Αποτρέποντας τα κόμματα και τις οργανώσεις απ' το εσωτερικό του, αποφεύγει την ηττημένη ήδη απ' το ξεκίνημά της προοπτική του εμφυλίου, τη διαίρεση του προλεταριάτου βάσει ιδεολογίας και τον κατακερματισμό, αλλα ετοιμάζεται για πραγματικό ταξικό πόλεμο, ευνοώντας όσο περισσότερο μπορεί την ενότητα των δυνάμεών του.
Μπρος σ' έναν ισχυρότερο αντίπαλο, δηλώνει τον φιλειρηνισμό του, ώστε να μη τσακιστεί εν τη γενέσει, προκειμένου να προλάβει να αναπτυχθεί. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για να αποφύγει ένα προβοκάρισμα που θα το οδηγούσε σε σύγκρουση πριν μπορέσει να κινητοποιήσει το μέγιστο των δυνάμεών του. Πρέπει εδώ να σημειωθεί οτι το γενικά υψηλό επίπεδο προλεταριακής βίας στον δρόμο στην Ελλάδα, ευνοεί έναν εφησυχασμό του Κράτους μπρος στους δηλωμένα μη-βίαιους. Χωρίς τα βίαια στοιχεία του, και το ελληνικό προλεταριάτο θα δεχόταν την περιποίηση της αστυνομίας, όπως πριν λίγες μέρες το ιβηρικό, ωστόσο τίποτα δεν αποκλείει ότι αργά ή γρήγορα δε θα γίνει κι αυτό, και η επανάπαυση στην μη-βία του κινήματος θα τεθεί σε κρίση. Το προλεταριάτο γενικά δεν είναι ούτε βίαιο ούτε μη-βίαιο, όπως και τα μέσα που χρησιμοποιεί δεν είναι ούτε νόμιμα, ούτε παράνομα, είναι και τα δύο μαζί κι αυτό είναι η δύναμή του.
Αποφεύγοντας τη διαμεσολάβηση (παρά τις ευάλωτες σε κάθε οργανωμένη δύναμη που μπορεί να επιβληθεί πλειοψηφικά, δημοκρατικές δομές του, εξ ου και η επιθυμία διάλυσης κάθε άλλης ομαδοποίησης εντός της συνέλευσης) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο συνέχισης του αγώνα και μετά την ικανοποίηση των όποιων αιτημάτων, η οποία θα τονώσει περισσότερο το ηθικό.
Ένα στοιχείο που σκανδαλίζει τους πολιτικοποιημένους επικριτές του, είναι πως ο αγώνας αυτός υπερασπίζεται το "βόλεμα" (δηλαδή την απαίτησή τους να συνεχίσουν να ζουν) της ενσωματωμένης εργατικής τάξης κι ενός μέρους μικροαφεντικών που τώρα συνθλίβονται, ωστόσο καθώς ο αγώνας είναι ανοιχτός, είναι αδύνατον να προβλεφθεί το αν θα εγκλωβιστεί σε ένα ρομαντικό αίτημα πιο "δίκαιου" καπιταλισμού, ή αν θα αναπτυχθεί προς μια άρνηση του καπιταλισμού και μια διαφορετική οργάνωση της ζωής, που ακόμα κι αν ηττηθεί, θα προσφέρει ανεκτίμητες εμπειρίες προλεταριακής αυτοοργάνωσης. Στην πραγματικότητα, τόσο απ' τ' αριστερά όσο κι απ' τα δεξιά, εκφράζεται μια τέτοια "ρομαντική" τάση στο κίνημα που αντανακλά και στους επίδοξους διαμεσολαβητές του. Για την μεν αριστερά, προτεραιότητα (δηλαδή πριν ανατεθεί στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η προώθηση των "δικαίων" αιτημάτων) έχει ο ελεγκτικός ρόλος μιας επιτροπής οικονομολόγων για το χρέος και η ανάθεση σε ανάλογα επιτελεία ειδικών του αγώνα. Αν και είναι αρκετά πιθανό να υιοθετήσει ο καπιταλισμός ορισμένα ελεγκτικά μέτρα, ωστόσο αυτό με τίποτα δε θα οδηγήσει πίσω στο "πιο δίκαιο" κοινωνικό κράτος του '80, όπως εμφανίστηκε στην Ελλάδα με την μορφή κομματικών ρουσφετιών, ανοχής στην παραοικονομία, φθηνών υπηρεσιών κλπ... Ακόμα πιο ανεδαφική είναι η φαντασίωση της δεξιάς τάσης, για μια επιστροφή σ' έναν εθνικό καπιταλισμό, με τιμωρία των λαμογιών-πολιτικών που ξεπούλησαν τη χώρα και εθνικοποιήσεις, πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει η παραγωγική βάση για μια τέτοια ανάπτυξη, και γιατί -ακόμα κι αν υπήρχε- δεν υπάρχει καμμία βάση στο να προσδεθεί ένα κεφάλαιο σε μια οικονομία όταν δεν το "συμφέρει". Εδώ έγκειται και η αυταπάτη του εθνικισμού: ακόμα κι αν δέσμευε την καπιταλιστική τάξη να επενδύσει στην Ελλάδα με όρους καλύτερους για τους εργαζομένους απ' ότι αλλού, ταυτόχρονα θα εξαφανιζόταν στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό απ' τις πιο κερδοφόρες απ' αυτήν, οπότε επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν. Ο αγώνας δεν έχει μέλλον αν δε διεθνοποιηθεί και οι προλετάριοι το ξέρουν.
Ένα άλλο στοιχείο που έχει προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση, είναι ο "ετερόκλητος" χαρακτήρας των συμμετεχόντων, ή -για τους πολιτικοποιημένους- η απουσία ενός ταξικού χαρακτήρα. Ωστόσο, το ούτως ή άλλως ρευστοποιημένο σύγχρονο προλεταριάτο, αγωνιζόμενο για τα άμεσα συμφέροντά του, δεν εμφανίζεται ως τάξη που θέλει να επιβεβαιωθεί ως τέτοια, να επιβάλλει τη δικτατορία του, δηλαδή μια δικτατορία ...των εκπροσώπων του, αλλά αγωνίζεται για να καταργηθεί ως τάξη: Μόνο αυτοαναιρούμενο, μόνο αφαιρώντας το υποστήλωμα της καθημερινής υποτέλειάς του στην καπιταλιστική οργάνωση της μισθωτής εργασίας κι ολόκληρης της ζωής, που μπορεί να πραγματωθεί ως ανθρωπότητα και να αναπτύξει νέες σχέσεις και μια διαφορετική, "ανθρώπινη" κοινωνία. Και είναι μάλιστα στην ίδια τη δράση του αυτή, με τις εμπειρίες και τα λάθη της, που όσο επαναστατικοποιείται και εξαπλώνεται, εμφανίζονται οι σχέσεις εκείνες που συναρμολογούν την νέα κοινωνία, καθώς το προλεταριάτο αναγκάζεται να οργανώσει τις σχέσεις του ενάντια στον καπιταλισμό και στο κράτος.
Η ανάγκη αυτή για συλλογική επαγρύπνηση κι αλληλεγγύη, για διάδοση της συζήτησης κι εμπλοκή όσο το δυνατόν περισσότερων προλεταριών σ' αυτήν, για πρακτική εφαρμογή και υπεράσπισή της απέναντι στην κρατική καταστολή, δεν προκύπτει από κάποια ιδεολογία, αλλά απ' την ίδια την πραγματικότητα του αγώνα. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τον φτάσουμε στα άκρα, εάν δε θέλουμε να θυσιάσουμε τα όσα έχουμε δώσει μέχρι στιγμής. Ωστόσο, η καταστολή -που δεν αποτελεί παρά μόνο ένα απ' τα όπλα της εξουσίας- δε θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Αυτή θα είναι να αρνηθούμε τον ως τώρα ρόλο μας, και να περάσουμε στην πραγματική ανθρώπινη ιστορία.
Σημειώσεις: [1] πρβλ. "Δεν είμαστε εμπορεύματα" -Puerta del Sol, πχ στο πανώ εδώ. [2] Vanitas vanitatum et omnia vanitas: ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. [3] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα την "ευγενή άμιλα" των εμπρηστών κατά τις αλυσιδωτές ταραχές (copycat riots) στα Γαλλικά προάστια, πχ α, β. [4] πρβλ: και τη γνωστή αρχή του Σουν Τζου: "...πρώτα νικάει, μετά εμφανίζεται στην μάχη".
Well I have been a Provo now for 15 years or more with armalites and mortorbombs I thought I knew the score ... I started off with petrol bombs and throwing bricks and stones With a hundred more lads like me I never was alone ... But now we have a weapon, we've never used before The Brits are looking worried - and their going to worry more!
* * *
Κάθε εξέγερση, αποκαλύπτοντας σε κοινή θέα τις δυνατότητες ξεπεράσματος που υπάρχουν, τις κάνει ορατές όχι μόνο στο προλεταριάτο, αλλά και στο ίδιο το Κεφάλαιο, που πιέζεται να απαντήσει -να εξελιχθεί. Οι εξεγέρσεις κατά την κρίση του 1960-70 (Μάης του '68 στη Γαλλία και αλλού, παρατεταμένο Θερμό Φθινόπωρο στην Ιταλία κοκ) απαντήθηκαν απ' το Κεφάλαιο μέσω της επαναφομοίωσης όχι απλά όσων προσωπικοτήτων κατάφεραν να κεφαλαιοποιήσουν τη συμμετοχή τους στο κίνημα, αλλά και των ίδιων των επαναστατικών συνθημάτων. Έτσι, το "μη δουλεύετε ποτέ", ή τέλος πάντων το "να δουλεύουμε λιγότερο", έγινε πράξη για ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, μέσω της μετατόπισης της παραγωγής (outsourcing) στα sweatshops του τρίτου κόσμου, της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους, και κυρίως μέσω της επέκτασης της πίστωσης. Άπλετη χορήγηση δανείων, ώστε οι εργαζόμενοι να καταναλώνουν άμεσα τα προϊόντα που παράγονται, χωρίς να αυξηθούν οι μισθοί τους, υποθηκεύοντας πρακτικά το μέλλον της εργασίας τους. Η παραγωγή έτσι αυξανόταν, τα υπέρογκα προϊόντα όμως έμεναν αδιάθετα, καθώς οι μισθοί συμπιέζονταν ώστε να αντισταθμιστεί το πτωτικό ποσοστό κέρδους. Ως συνέπεια τα δάνεια μέναν ακάλυπτα. Η κρίση υπερσυσσώρευσης πάντως συνεχώς αναβαλλόταν, παίρνοντας την μορφή ενός ιλιγγιώδους σπυράλ περιφερειακών κρίσεων και "φουσκών" που σε κάθε μία τους το Κεφάλαιο διέφευγε ολοένα και περισσότερο στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η αύξηση της κερδοφορίας αποσυνδέεται προοδευτικά από την "πραγματική οικονομία", και βασίζεται στις κρατικές εγγυήσεις.
Απ' την οπτική της εργασίας, εξελίσσεται μια θεαματική κατακρήμνιση της παραδοσιακής μισθωτής εργασίας: μαζικές απολύσεις, περικοπές μισθών, γιγάντωση των εξαθλιωμένων, επισφάλεια, κατακερματισμός και ρευστοποίηση της εργατικής τάξης. Ο καπιταλισμός, προκειμένου να επιβιώσει της κρίσης είναι αναγκασμένος να επιτίθεται ανηλεώς στην εργασία: Τέλος του διαλόγου λοιπόν κι άρα τέλος κάθε αντιπροσώπευσης, τέλος του ρεφορμισμού. Οι εξεγέρσεις που χαρακτηρίζουν την τρέχουσα περίοδο είναι εξεγέρσεις μηδενιστικές (τα γαλλικά προάστια του 2005-6, τα δεκεμβριανά του 2008). Εντελώς λογικά, δεν εκφράζουν αιτήματα, δεν οργανώνονται από κάποιο συνδικάτο ή κάποιο κόμμα, δεν έχουν ένα πρόταγμα ή κάποιο κοινώς αποδεκτό σχέδιο για το μετά. Φέρουν τα ίχνη ενός ξεπεράσματος των καπιταλιστικών σχέσεων ήδη απ' το ξεκίνημά τους, οπουδήποτε απλώνουν τη δύναμη πυρός τους.
Στην Ελλάδα, η εξεγερσιακή δραστηριότητα, με προεόρτια τα φοιτητικά του 2005-6, κοινωνικοποιεί την ταξική βία στον δρόμο, μεταμορφώνει τα παθητικά μπλοκ σε χαρούμενους συνενόχους, ανάγει τις βίαιες διαδηλώσεις σε αυθεντικές γιορτές που ενώνουν, ευχαριστούν και κάνουν περήφανους τους συμμετέχοντες. Η εξέγερση του Δεκέμβρη ήταν και το προφανές όριο αυτής της δραστηριότητας. Στη συγκεκριμένη φάση της καπιταλιστικής κρίσης, το Κεφάλαιο απρόθυμο κι ανίκανο να την αφομοιώσει (εξ ού και ο καταποντισμός του συριζα), αλλά και να κάνει οτιδήποτε μ' αυτήν, δε θα μπορούσε παρά να την αντιμετωπίσει ως πρόβλημα δημοσίας τάξεως, δηλαδή ως πρόβλημα όχι-αρκετής-καταστολής. Αυτός φαίνεται να είναι και ο τρόπος που θα απαντά σε κάθε κοινωνική έκρηξη από δω και πέρα (βλ. για παράδειγμα τα δελτία ειδήσεων για την Κερατέα).
Κάποια αξιοσημείωτα ποιοτικά χαρακτηριστικά της νέας φάσης της καταστολής είναι: Η επιθυμία για ανοιχτή ταξική σύγκρουση παρά για "κατευνασμό" κάθε αντίστασης (το πολυδιαφημισμένο "τέλος της μεταπολίτευσης"). Πρακτικά, η υιοθέτηση μεθοδολογίας που παραπέμπει στις βρετανούς κ.α. πράκτορες που συνεργάζονται με τις εγχώριες υπηρεσίες ήδη από πριν τους ολυμπιακούς αγώνες του 2004 (πχ η διαχείριση της 6/12 με "αποτρεπτικές" επιθέσεις σε στέκια πριν τις διαδηλώσεις, σε διαδηλωτές κατά την προσυγκέντρωση, οι μαζικές προσαγωγές-χαρτογραφήσεις κλπ), η στρατολόγηση της μηχανοκίνητης καγκουριάς, η χρήση των μαζικών ξυλοδαρμών για τιμωρία της "συνενοχής" των πιο φιλόξενων στην προλεταριακή βία μπλοκ αλλά και την αποθάρρυνση κόσμου απ' τον δρόμο, η μηντιακή αναγωγή της σύγκρουσης σε θέμα γοήτρου για τις κατασταλτικές δυνάμεις...
Η ανεστραμμένη εικόνα αυτού του τελευταίου στοιχείου, απαντάται στη φιλοένοπλη ηθική της αυτοθυσίας, που προβάλει στην καταστολή ή τη σύλληψη, ένα είδος "δικαίωσης μέσω της τιμωρίας", έτσι ώστε η αντικειμενική ήττα να βαφτιστεί συμβολική νίκη, υποκαθιστώντας θεαματικά την απουσία πραγματικών νικών. Το κράτος της κρίσης, όχι μόνο δε φοβάται να ανεβάσει το επίπεδο της βίας, αλλά το επιδιώκει ανοιχτά. Αν υπάρχουν άλλωστε πολλές συλλήψεις, πολλοί φυλακισμένοι, πολλή καταστολή, αυτό δεν είναι επειδή το κράτος "φοβάται", αλλά επειδή απλά είναι σε θέση να το κάνει, και ακριβέστερα, είναι αναγκασμένο να το κάνει. Ωστόσο, όσο ο πήχυς της βίας ανεβαίνει και η σύγκρουση στρατιωτικοποιείται, το κίνημα θα συνθλίβεται, με όλες τις δραματικές κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο. Ούτε η "μαζικότητα" μπορεί σ' αυτή τη φάση να εξασφαλίσει μια βελτίωση των συσχετισμών και πόσο μάλλον μια "νίκη", καθώς μετά από κάθε σύγκρουση, το Κεφάλαιο ξανασυγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία: η ανάγκη για συναίνεση εξατμίζεται, καθώς επιβάλλεται ολοένα και πιο ρητά το ο θάνατός σου η ζωή μου.
Μέχρι την τελική νίκη, μέχρι την εξαφάνιση του Κεφαλαίου, θα βγαίνουμε πάντα ηττημένοι. Είναι μέσα από μια σειρά "ήττες" άλλωστε που θα φτάσουμε εκεί. Η μεταφορά της σύγκρουσης στο αντίπαλο στρατόπεδο είναι επιτακτική ανάγκη.
Η στρατηγική πρέπει να ξαναπιαστεί απ' την αρχή. Οι μέχρι σήμερα τακτικές ζυγίστηκαν και βρέθηκαν λειψές.
Καμμιά ανακωχή στην κριτική των όπλων, μέχρι να ξαναοπλιστεί η κριτική.
Απ' τα -όταν θα μεγαλώσω θα γίνω δελτίο του Μέγκα- blogs: "Τσαμπατζής και πιστολέρο, έστειλε στο νοσοκομείο έναν ελεγκτή της ΕΘΕΛ, στο Κερατσίνι. Το απίστευτο αυτό περιστατικό σημειώθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας στη γραμμή "843" της ΕΘΕΛ, που πραγματοποιούσε το δρομολογιο Πειραιάς - Πέραμα. Το όχημα είχε σταματήσει στη στάση, στη συμβολή της Γρ. Λαμπράκη με τη Δημοκρατίας. Εκεί, επιβιβάστηκε ένας ελεγκτης της ΕΘΕΛ ο οποίος ζήτησε από τους επιβάτες, τα εισιτήριά τους. Κάποιος όμως από τους επιβαίνοντες, ο οποίος δεν είχε εισιτήριο, αρνήθηκε τον έλεγχο και κουβέντα στην κουβέντα έβγαλε ένα αεροβόλο και πυροβόλησε δύο φορές τον εμβρόντητο ελεγκτή! Στο πανδαιμόνιο που επικράτησε ο δράστης πρόλαβε να διαφύγει, ενώ ο άτυχος ελεγκτής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ελαφρά τραυματισμένος!"
Τίποτε δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια από το να αντιλαμβανόμαστε την "γαμποποίηση" του ελεγκτή της ΕΘΕΛ ως μια παράλογη ατομική πράξη. Αν μη τί άλλο, στον άγριο συμβολισμό της επιβεβαιώνεται μια κοινά διαδεδομένη αντίληψη για τα μέσα μαζικής μεταφοράς: μεταφοράς κατά κύριο λόγο αναγκαστικής, από και προς την εργασία. Όπου ο καθημερινός εξευτελισμός της σαρδελοποίησης ως μαζική οργάνωση της απομόνωσης, επιτείνεται με την στρατολόγηση εκατοντάδων "εθελοντών" ελεγκτών και σεκιουριτάδων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εργατική τάξη θα καταβάλει ένα όλο και πιο αυξημένο τίμημα για ολοένα και χειρότερες υπηρεσίες, στα πλαίσια του blitzkrieg (του πολέμου-αστραπή) που δέχεται ελέω κρίσης, ωθούμενη στην οικονομική και φυσική της εξόντωση.
Τέτοιες πράξεις όμως, ακόμα κι αν αποτελούν ατομικές παρορμήσεις, συνεισφέρουν σε συλλογικές αντιλήψεις, θέτουν υπό αμφισβήτηση τον (αυτο)καθορισμό των επιβατών ως "έρμαια" των ελεγκτών-ρουφιάνων, επιδεικνύουν ξεκάθαρα τη βούληση και την ικανότητα να υπερασπιστεί ο δημόσιος χαρακτήρας των συγκοινωνιών και μπορούν ακόμα να συνεισφέρουν σε μια θέληση αντεπίθεσης, καθώς αν κανείς είναι πρόθυμος να αρνηθεί τον έλεγχο εισητηρίων με τέτοιο τρόπο, τότε γιατί να ανεχθεί την υποτίμηση σε κάθε άλλον χώρο ή στην ίδια την εργασία;
Οι συλλογικοί αγώνες στις μεταφορές, όχι μόνο δεν προβοκάρονται από τις ατομικές επιθυμίες, αλλά αποτελούν προϊόν σύνθεσης των ατομικών και συλλογικών αναγκών κι επιθυμιών.
(με δημιουργική κλεψιτυπία από Échanges et mouvement)
Όλο κι εντονότερα, στοιχεία που δημιουργήθηκαν σε περασμένους ταξικούς αγώνες, -πολιτικές ταυτότητες και ιδεολογίες, προλεταριακές συμπεριφορές κι αξίες- αποικιοποιούνται απ' το κεφάλαιο, εκκενώνονται απ' το περιεχόμενο των σχέσεων ταξικής ενότητας κι αγώνα που τα συνέθεταν και ξαναγεμίζουν με όλη την μπόχα της "αυτοδημιούργητης" και μαγκιώρικης επιχειρηματικότητας, της οικονομίας του περιθωρίου, που σε συνθήκες κρίσης θα γίνεται ολοένα και λιγότερο περιθωριακή.
Το μόνο που μένει ανέπαφο είναι το σάπιο κουκούλι τους, διατηρημένο στη φορμόλη για τις ανάγκες του θεαματικού μάρκετινγκ. Μέσα του βρίσκονται ανέπαφες οι ίδιες σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας που απαντώνται πια παντού. Ιδιαίτερα εκεί όμως, αποκαλύπτεται η πραγματική φύση τους.
Σάπια βίδα, 1982 ~ Μουσική: Γιώργος Κατσαρός, Τραγούδι: Κώστας Γανωτής (για την επική ταινία Φυλακές Ανηλίκων)
Prison industry complex
Με τον όρο αυτό περιέγραψε αρχικά η Angela Davis (1997) τη γεωμετρική άνοδο του αριθμού των φυλακισμένων στις ΗΠΑ, υπό την επιρροή (λόμπυ) εταιριών που κερδοσκοπούν πάνω στην καταναγκαστική εργασία των φυλακισμένων. Οι Ηνωμενες Πολιτείες διατηρούν τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων στον πλανήτη (και στην Ιστορία), με πάνω από 2,5 εκατομμύρια (ή 1 στους 100 κατοίκους της χώρας αν προτιμάτε), κατά κύριο λόγο μαύρους ή λατιναμερικάνους προλεταρίους. Οι σχετικές εταιρίες (κατασκευαστικές, υπηρεσιών ασφαλείας, τροφίμων, στρατός κλπ) έχουν βρει σ' αυτούς μια τρομερά εκμεταλλεύσιμη/κερδοφόρα παραγωγική δύναμη, καθώς όλοι τους εργάζονται full-time, δε φτάνουν ποτέ καθυστερημένοι στη "δουλειά", δεν έχουν άδειες, αργίες ή οποιοδήποτε εργασιακό δικαίωμα και φυσικά, αν δεν τους αρέσουν τα 25 σεντς την ημέρα κι αρνηθούν να δουλέψουν, η διεύθυνση των φυλακών τους στέλνει στην απομόνωση. Πρόκειται για τη γρηγορότερα αναπτυσσόμενη μορφή επιχειρηματικότητας στις ΗΠΑ, απ' τις λίγες παραγωγικές βιομηχανίες που δεν μετανάστευσαν για Κίνα (μισθοί: ~1 δολλάριο την ημέρα). Σήμερα φτάνει να προμηθεύει το 96-100% ειδών για τις στρατιωτικές ανάγκες της χώρας, 36% των οικιακών συσκευών, 21% των εξοπλισμών γραφείων της χώρας κλπ. Έτσι, δε θα πρέπει να κάνει εντύπωση πως παρά το γεγονός ότι οι επίσημοι δείκτες της "εγκληματικότητας" παρουσιάζουν σαφή μείωση, ο αριθμός των φυλακισμένων έχει πενταπλασιαστεί τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ αναμένεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Ο πληθυσμός αυτών των νέων εγκλείστων, συνίσταται σε μεγάλο βαθμό σε μη-βίαια πλημμελήματα (90%) κυρίως κατοχή μικροποσοτήτων ναρκωτικών, μακρόχρονες προφυλακίσεις (πάνω από τα 2/3 δεν έχουν ακόμα δικαστεί), ενώ εκτεταμένες ποινές αποδίδονται σε άτομα των προς καταστολή κοινοτήτων (μαύροι, λατίνος, ινδιάνοι κλπ). Έτσι, υπό την πίεση του λόμπυ των εταιριών που κερδοσκοπούν απ' την εργασία των φυλακισμένων, έχουμε:
1. Μεγαλύτερες ποινές, εξάντληση προς τα πάνω των νομικών ορίων 2. Ψήφιση νέων νόμων που επιφέρουν μεγαλύτερες ποινές για ήδη υπάρχουσες παράνομες πράξεις ή που καθιστούν παράνομες, πράξεις και συμπεριφορές που δε τιμωρούνταν ως τώρα 3. Καθιέρωση της υποχρεωτικής εργασίας για τους κρατουμένους, διαφορετικά αυτοί κρίνονται ως μη συνεργάσιμοι και υφίστανται πειθαρχικά και απομόνωση 4. Αμοιβαίο όφελος της "ιδιωτικής πρωτοβουλίας" με την κρατική καταστολή, αφού το (ολοένα και αυξανόμενο σε συνθήκες κρίσης) περισσευούμενο (κατ' αρχήν απ' την εργασία και τον πειθαρχικό της κοινωνικό ρόλο) και επικίνδυνο για την καπιταλιστική (ανα)παραγωγή κομμάτι του προλεταριάτου εξαφανίζεται απ' την κοινή θέα (ένα 16% των εγκλείστων πρόκειται για "διανοητικά διαταραγμένους"), και μάλιστα στήνεται πάνω του μια εξαιρετικά κερδοφόρα για το κεφάλαιο παραγωγή.
The αναρχοprison industry complex
Ο αντίκτυπος του καθυστερημένου ξεσπάσματος της κρίσης το 2009 στην Ελλάδα, δεν ήταν τόσο έντονος στον αριθμό των "κοινών" κρατουμένων, που έχουν προσωρινά αποθαρρύνει με τους αγώνες τους των τελευταίων χρόνων μια τέτοια προοπτική. Αντίθετα, ο αριθμός των "πολιτικών" κρατουμένων εκτινάχθηκε κάπου γύρω στους 40 (αν συνυπολογίσουμε μάλιστα και τους πολιτικοποιημένους που καταδικάζονται για κοινές υποθέσεις σε βαρύτερες ποινές για τον λόγο αυτό, τότε ξεπερνούν αυτό το νούμερο). Η αύξηση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας νέας φάσης της καταστολής: Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουμε να κάνουμε με πρωτοβουλιακές επιθέσεις του κατασταλτικού μηχανισμού, όπως αιφνιδιαστικές συλλήψεις χωρίς να προηγηθεί κάποιο "χτύπημα", συλλήψεις-"γκάφες" χωρίς ενοχοποιητικά στοιχεία "βάσει προσωπικών ή πολιτικών σχέσεων" και στη συνέχεια προφυλακίσεις χωρίς απαραίτητα συσχέτιση με μια συγκεκριμένη ποινική πράξη. Οι συλληφθέντες δικάζονται και καταδικάζονται με συνοπτικές διαδικασίες στα έκτακτα δελτία ειδήσεων, μεγάλο μέρος τους σε σχέση με κάποια απ' τις ένοπλες ή μισοένοπλες οργανώσεις που συγκροτήθηκαν τα τελευταία χρόνια και τέθηκαν στο επίκεντρο της δημοσιότητας μετά τον Δεκέμβρη του 2008. Η σημερινή επιθετική στάση της καταστολής βρίσκεται φαινομενικά σε αντίθεση με την περισσότερο αμήχανη (ή μάλλον υπομονετική) στάση που κράτησε τότε το μεταδεκεμβριανό Κράτος, αφήνοντας τις οργανώσεις αυτές να ξεσαλώσουν, αποδίδοντας τηλεοπτικά στην ασυναρτησία τους το θέαμα της προλεταριακής βίας που ήθελε να ξορκίσει, με τρόπο ώστε να την καθιστά αποκρουστική, αποξενωτική. Άλλη περισσότερο, άλλη πιο διστακτικά, οι οργανώσεις αυτές το πίστεψαν και ανέλαβαν με τη σειρά τους έναν τέτοιο ρόλο ειδικού της βίας (βλ. για παράδειγμα τις αναλήψεις εκείνης της περιόδου με τις μομφές στους εξεγερμένους ότι είτε δεν ήταν αρκετά βίαιοι, είτε γύρισαν σπίτια τους κλπ).
Η νέα φάση της καταστολής, ξεδιπλώνεται πάνω στην ήττα που υπήρξε ο φιλοενοπλισμός, πατώντας στο μούδιασμα της πολιτικής και συναισθηματικής απόστασης, κάτι που εξηγεί σ' έναν βαθμό και την τεράστια ευκολία να προφυλακιστεί σήμερα ο οποιοσδήποτε ασυζητητί, απ' τη στιγμή που θα του αποδωθούν κατηγορίες για συμμετοχή σε κάποια απ' τις οργανώσεις του ενόπλου -ακόμα και χωρίς να χρειαστεί να κατονομαστεί αυτή ή ο βαθμός συμμετοχής του. Ωστόσο, είναι λάθος να θεωρηθεί ότι έρχεται και ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας δραστηριότητας. Η νέα φάση της καταστολής απαντάει στη βαθύτερη ανάγκη του Κεφαλαίου για παρανομοποίηση του περισσευούμενου κι επικίνδυνου για την αναπαραγωγή του, κομματιού του προλεταριάτου. Μια τέτοια διαδικασία διεξάγεται σήμερα με πιλοτικό τρόπο εναντίον του αναρχικού χώρου, προβάροντας κάποιας μορφής "ιδιώνυμο" για τους σύγχρονους "επιδιώκοντες την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος". Οι τακτικές που ως τώρα είδαμε, για παράδειγμα οι συλλήψεις-σκούπες σχετικών και μη για μια υπόθεση, που έχουν ήδη επιδείξει την επιτυχημένη διαβρωτική τους δύναμη, μέλει να οξυνθούν όσο διευρύνεται το φάσμα των συλληφθέντων: το πραγματικό πανηγύρι θα είναι όταν άτομα που θα αναλαμβάνουν ευθύνες, απλοί συμπαθούντες, πολιτικά διαφωνούντες, αλλά και άσχετοι με τα κινηματικά πράγματα, δεξιοί κλπ θα βρεθούν κατηγορούμενοι μαζί για κάποια οργάνωση. Όσο κι αν φαίνεται αλλοπρόσαλλο, μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ολότελα απίθανη, καθώς όσο βαθαίνει η καπιταλιστική κρίση, ολοένα και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια θα νιώθουν την ανάσα της καταστολής στο σβέρκο τους (Ήδη μια τεράστια και φαινομενικά διαταξική κοινωνική ομάδα όπως οι καπνιστές έχουν τυπικά παρανομοποιηθεί, σ' ένα τεράστιο κοινωνικό πείραμα με συμπεράσματα που δύσκολα θα μείνουν αναξιοποίητα).
Έχει λοιπόν τεράστια σημασία να εξετάσουμε ποιά ήταν η αντίδραση του αναρχικού χώρου απέναντι στην τρέχουσα διαδικασία παρανομοποίησής του. Ένα κομμάτι του δεν καταλαβαίνει, ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνει και συνεχίζει στα παλιά μοτίβα: υποστήριξη των φυλακισμένων στη βάση της συνάφειας με τον λόγο ή τις κατηγορίες, της επίκλησης μιας κοινής αναρχικής ταυτότητας, της καταγγελίας των αστυνομικών σκευωριών και "γκαφών" κοκ, γινόμενο έτσι γρήγορα γραφικό, συντεχνιακό κι αυτοκαταναλούμενο, άνευ πρακτικής αξίας. Υπάρχει ακόμα μια τάση για ένα κεντρικό όργανο αλληλεγγύης, που ανταποκρίνεται μεν σε υπαρκτές ανάγκες και απαντά με τον τρόπο του σε προβλήματα πρακτικής υποστήριξης κι επικοινωνίας μεταξύ φυλακισμένων και αλληλέγγυων. Ωστόσο, η δημιουργία κεντρικού οργάνου ανταποκρίνεται σ' ένα κόμμα, με μέλη κλπ, διαφορετικά δεν υπάρχει λόγος να συγκεντρωθεί σε μια δομή και να μεσολαβηθεί απ' αυτήν η φυσική αλληλεγγύη που ούτως ή άλλως αναπτύσσεται μεταξύ των ομάδων και ατόμων ενός επαναστατικού κινήματος. Αυτή δηλαδή η κομματική λειτουργία χωρίς κόμμα, γίνεται μια αντίφαση που γρήγορα παλινδρομεί στην προηγούμενη κατάσταση, όταν τίθεται ενώπιον του προβλήματος του τί είναι τελικά αυτή και ποιοί ακριβώς αποτελούν αντικείμενό της (βλ. για παράδειγμα αυτό το γράμμα: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1270256).
Η μεσολάβηση της αλληλεγγύης από την οικονομία, είναι σ' έναν βαθμό αναπόφευκτη, καθώς το ελληνικό κράτος μπορεί να μην έχει καθιερώσει ακόμα την καταναγκαστική εργασία των φυλακισμένων (αν και πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τον ρόλο του ευνοϊκού μέτρου των αγροτικών φυλακών και των μεροκαμάτων), ωστόσο η επιβολή εξοντωτικών χρηματικών ποινών-εγγυήσεων (για παράδειγμα: 40.000 στους δυο συλληφθέντες της πορείας της 16/2 στο Ηράκλειο, μετά από αιφνίδια εκκένωση κατάληψης απ' την αστυνομία) έχει δημιουργήσει μια φάμπρικα αλληλέγγυας κατανάλωσης, καθώς αυτοδιαχειριζόμενα πάρτυ, συναυλίες και ολόκληρα καφενεία στήνονται πάνω στην ανάγκη για χρήματα.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, αφενός η αλληλεγγύη (μετρημένη σε κουτάκια μπύρας;) ενθαρρύνει και μεσολαβείται από έναν εναλλακτικό καταναλωτισμό στο όνομα των πολιτικών κρατουμένων, ο οποίος όσο θα σκληραίνει η καταστολή αυξάνοντας ποινές και εγγυήσεις θα τείνει να μονοπωλήσει κάθε άλλη έκφραση αλληλεγγύης, η οποία "δε θα φέρνει τα αποτελέσματα", και το εναλλακτικό-αλληλέγγυο εμπόρευμα θα κατακλύσει κάθε σχετική δραστηριότητα. Ακόμα χειρότερα, στο όνομα των πολιτικών κρατουμένων, και της συναισθηματικής φόρτισης μιας τέτοιας επίκλησης, συσκοτίζεται το ουσιαστικό ζήτημα των καπιταλιστικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, τυχαίνει τοπική βιομηχανία άγριας εκμετάλλευσης κακοπληρωμένης εργασίας, με ιστορικό θανάσιμων "εργατικών ατυχημάτων", προϊόντα της οποίας διατίθενται και σε χώρο όπου κατά τα άλλα διέπεται απ' τις αρχές της αυτοδιαχείρισης, της αντιεμπορευματικότητας, της αλληλεγγύης. Ασφαλώς, ένα μέρος της υπεραξίας αυτών πηγαίνει σε πολιτικούς κρατουμένους ή άλλους ευγενικούς σκοπούς, ωστόσο τίθεται ένα ζήτημα: κατά πόσο στο όνομα των σκοπών αυτών είναι θεμιτό να τίθεται σε δεύτερη μοίρα η ίδια η ύπαρξη του καπιταλισμού, της μισθωτής εργασίας, των εμπορευματικών σχέσεων;
Γιατί, αν το βρίσκουν θεμιτό να πουλάνε οι θιασώτες της αυτοδιαχείρισης ένα (λιγότερο ή περισσότερο αιματοβαμμένο) καπιταλιστικό προϊόν του οποίου απλά την υπεραξία που τους αναλογεί δεν οικειοποιούνται οι ίδιοι -όντας υπεράνω χρημάτων- αλλά διαθέτουν σε φιλανθρ... επαναστατικούς σκοπούς, τότε μάλλον αυτό λέει πολλά και για τον τρόπο που αυτές οι ευγενικές ψυχές έχουν στο μυαλό τους την επανάσταση αλλά και τον ρόλο των ιδίων σε μια τέτοια. Φυσικά, καθώς η ανάγκη για χρήματα είναι επιτακτική, αυτές οι δομές θα χουν με το μέρος τους όλο το αυτονόητο της αναγκαιότητας αυτής, και της αναμφισβήτητης προσφοράς και αυτοθυσίας των μελών τους στον σκοπό. Ωστόσο, το ότι ο αναρχικός χώρος απάντησε μ' αυτόν τον τρόπο στην νέα φάση της καταστολής δεν ήταν κάτι ιστορικά αναπόφευκτο (θα μπορούσε να αρνηθεί να καταβάλλει εγγυήσεις, να, να...). Υπήρχε από πίσω μια ολόκληρη κουλτούρα (αυτο-οργάνωσης της αλλοτρίωσης) με το ανάλογο δίκτυο σχέσεων και διαχωρισμών, που συγκρότησαν μια τέτοια απάντηση απ' αυτόν τον χώρο. Ωστόσο, μόλις λίγα χρόνια πριν και παράλληλα μ' αυτήν, τα πάρτυ στα πανεπιστήμια μετατρέπονταν σε ορμητήρια μικρο-ταραχών, ο νομικισμός της Αριστεράς δεχόταν την πιο δριμεία κριτική, και όλα τα μέσα της αλληλεγγύης επιστρατεύονταν, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, στην υποστήριξη ενός φυλακισμένου. Δηλαδή στην άσκηση πίεσης για την απελευθέρωσή του ή την ελαχιστοποίηση της ποινής, και την επικοινωνία του επαναστατικού περιεχομένου της δράσης του. Αυτοί οι τρόποι, δούλεψαν σ' έναν βαθμό στην προηγούμενη φάση της καταστολής, καθώς βασίζονταν συνήθως σε μακροχρόνιες προσωπικές σχέσεις που γεννήθηκαν σε κοινά επαναστατικά εγχειρήματα. Αν ήταν επιτυχημένοι δηλαδή σ' έναν βαθμό, η επιτυχία τους οφείλεται στο ότι συνιστούσαν μια κοινότητα (δυνητικά επεκτεινόμενη στον βαθμό που προεκτείνονται οι προσωπικές σχέσεις των μελών της, οι ίδιες σχέσεις δηλαδή που σήμερα τεστάρεται η ποινικοποίησή τους). Αυτό δε γράφεται ως προτροπή για μια επιστροφή στην προ της κρίσης κατάσταση, αλλά ως διαπίστωση ότι:
Καμμιά απάντηση στην νέα φάση της καταστολής (ούτε καν στις οικονομικές συνέπειές της) δεν μπορεί να δωθεί χωρίς να βρεθούν πρώτα οι νέες κοινότητες αγώνων που αντιστοιχούν σ' αυτήν τη φάση της καπιταλιστικής κρίσης. Κι αυτές δεν μπορεί πια να είναι οι παλιές πολιτικές ταυτότητες της προ της κρίσης καθημερινότητας.
Με αφορμή την πρόσφατη καταδίωξη στου Ρέντη όπου αστυνομικοί της διασ έχασαν τη ζωή τους αποκτώντας νέες τρύπες -κάτι που θα τους έκανε αναμβίφολα ωραίους σαν τα ντόνατς που τρώνε στις χολυγουντιανές παραγωγές που έχουν γαλουχήσει μια ολοκληρη γενιά ανταρτών- είναι χρήσιμο να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις:
Η επίδειξη ευστοχίας των -κατά τα φαινόμενα- φορέων της παράνομης οικονομίας σε αντίθεση με τους ομολόγους τους της παράνομης πολιτικής βγάζει μάτι. Μακράν του να αποτελεί τυχαία διαπίστωση, τίθεται ενώπιον μιας υπαρκτής υπεροχής της πρώτης σε κάθε τομέα που η τελευταία επέλεξε να οικοδομηθεί: μυθοποίηση της βίας, της παρανομίας (και της γοητείας αυτής), της στρατιωτικοποίησης της αντιπαράθεσης με τις αρχές και λοιπών καταφυγίων των (πάνω απ' όλα) ατόμων που διαθέτουν είτε τα αρχίδια είτε τις εξεγερμένες συνειδήσεις (ανάλογα με την μυθολογία που προτιμάτε). Η σκανδαλώδης άνεση της παράνομης οικονομίας να κάνει πράξη αυτά που οι οπαδοί της παράνομης πολιτικής ονειρεύονται, είναι τέτοια που τους παραλύει: ενδεικτικά, η μόνη ανοιχτή και πρακτική αποκήρυξη του εθνικού πένθους ήλθε απ' τον χώρο των οπαδών.
Κοινή συνισταμένη των άνωθεν χώρων (των classes dangereuses του L. Chevalier) μια θέληση ατομικής άρνησης της συνθήκης που οι λιγότερο αφελείς προλετάριοι αναγνωρίζουν ως γενικότερη αντίφαση, όπως προκύπτει απ' την υπαγωγή τους στην μισθωτή εργασία, δηλαδή στο κεφάλαιο. Άρνηση της μισθωτής εργασίας είτε με την πιο ριψοκίνδυνη αλλά άμεσα αποδοτική και λιγότερο ρουτινιάρικη παράνομη οικονομία, είτε με την χαμηλής έντασης εκμετάλλευσης-αλλοτρίωσης μισο-αυτοδιαχειριζόμενη οικονομία του πολιτικού χώρου.
Πρόκειται για την ίδια προβληματική του gangsta rap, τον καπιταλισμό των γκέττο, όπου μια φυγή προς τα πάνω απ' την μίζερη κατάσταση της μισθωτής εργασίας ή ακόμα χειρότερα της ανεργίας, προβάλει ως βιώσιμη λύση για τους προλεταρίους, στο εδώ και τώρα -σε αντίθεση δηλαδή με τους ρομαντικούς ιδεαλισμούς του χιπ χοπ που ωστόσο εμμένουν στην αξία των συλλογικών σχέσεων, με την μορφή της γειτονιάς, της παιδικότητας κλπ, σχέσεις που δέχονται καταλυτική επίθεση απ' τον άγριο καπιταλισμό της παράνομης οικονομίας (προστασία, διακίνηση, κλοπές κλπ). Η δύναμη της gangsta rap έγκειται στο ότι μιλάει για μια υπαρκτή δύναμη μέσα στην κοινωνία, και μάλιστα για την ανώτερη τέτοια. Αλλά γι' αυτό το θέμα τα 'χει γράψει πολύ καλύτερα ο Μαρξ ήδη απ' το 1844:
"Αυτό που υπάρχει για μένα μέσα απ' τον σύνδεσμο του χρήματος, αυτό που μπορεί να πληρώσει το χρήμα, αυτό ακριβώς είμαι εγώ, ο κάτοχος του χρήματος. Οι ιδιότητες του χρήματος είναι δικές μου, εμένα του κατόχου, ιδιότητες και ουσιαστικές δυνάμεις. Έτσι, αυτό που είμαι και αυτό που μπορεί να κάνω, σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζεται από την ατομικότητά μου. Είμαι άσχημος, αλλά μπορώ ν' αγοράσω την πιο όμορφη γυναίκα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαι άσχημος, γιατί το αποτέλεσμα της ασχήμιας, η απωθητική της δύναμη, εξουδετερώνεται από το χρήμα. Είμαι κουτσός, αλλά το χρήμα μου προμηθεύει εικοσι τέσσερα πόδια. Κατά συνέπεια δεν είμαι κουτσός. Είμαι κακός, ανυπόληπτος, ασυνείδητος και κουτός άνθρωπος, το χρήμα, όμως είναι ευυπόληπτο, καί το ίδιο και ο κάτοχός του.
Το χρήμα είναι το μεγαλύτερο καλό, κατ' ακολουθία καί ο κατοχός του είναι καλός. Επιπρόσθετα, το χρήμα με γλυτώνει από τον κόπο να είμαι ανυπόληπτος, έτσι υπολογίζομαι για τίμιος και ειλικρινής. Είμαι άμυαλος, αν όμως το χρήμα είναι ο πραγματικός νους, όλων των πραγμάτων, πώς είναι δυνατό ο κάτοχός του να είναι άμυαλο; Κάτι περισσότερο, ο κάτοχος του χρήματος μπορεί ν' αγοράσει έξυπνους ανθρώπους για λογαριασμό του. Συνεπώς έχει εξουσία πάνω σε έξυπνους ανθρώπους, εξυπνότερους απ' αυτόν. Με το χρήμα μπορώ να έχω κάθε τί που επιθυμεί η ανθρώπινη καρδιά. Δεν είμαι έτσι κάτοχος όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων; Δεν αντιστρέφει, λοιπόν, το χρήμα όλες μου τις ανικανότητες σε ικανότητες;
Αν το χρήμα είναι ο δεσμός που δένει εμένα με την ανθρώπινη ζωή και την κοινωνία σε μένα, που συνδέει εμένα με τη φύση και τον άνθρωπο, δεν είναι τότε το χρήμα ο δεσμός όλων των δεσμών; Δεν είναι σε θέση να δέσει και να λύσει όλους τους δεσμούς; Δεν είναι, λοιπόν το καθολικό μέσο του διαχωρισμού; Είναι το πραγματικό στοιχείο του διαχωρισμού και το πραγματικό συγκολλητικό στοιχείο, είναι η χημική δύναμη της κοινωνίας."
Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844 (scribd)
Φυσικά, μια γκανγκστερική εναλλακτική γενικά αποδεικνύεται εξίσου προβληματική με μια μισο-ή-συνολικά-αυτοδιαχειριζόμενη και κάθε άλλη στον καπιταλισμό, καθώς όπως είναι προφανές δεν είναι εφικτό να πλουτίσουν όλοι (είναι εφικτό να πουλάει κάτι νόμιμο ή παράνομο ένας στους δέκα, αλλά αν πουλάνε και οι δέκα σε ποιόν θα το πουλάνε;).
Στην τελική, δεν πρόκειται παρά για αναπαραγωγή του καπιταλιστικού πολέμου όλων εναντίον όλων, με τη διαφορά ότι η διαβρωτική του λειτουργία είναι πολύ αποτελεσματικότερη στην "από τα κάτω" ανίχνευση σχέσεων, αναγκών κι επιθυμιών για να αποικιοποιήσει το εμπόριο (βλ. για παράδειγμα την επίδραση του δικτυακού/πυραμιδοειδούς μάρκετινγκ του μικρεμπορίου μαλακών ναρκωτικών, την καφενειοποίηση της κοινωνικότητας , την ιδιωτικοποίηση της αναψυχής και την απαξίωση του δημόσιου χώρου κλπ).
Βλέπουμε και θα δούμε ξανά, πώς αξίες που αναδεικνύει μια κοινότητα καταπιεσμένων ενάντια στην υποτίμησή της, στρέφονται στη συνέχεια εναντίον της. Εκτός απ' το όπλο της κριτικής πρέπει ν' ακονιστεί και η κριτική των όπλων.
Ορισμένες σκέψεις για τον ρόλο και την μεταστροφή των TXC
1. Οι TXC του '90 φέρουν μια εξαιρετική καινοτομία στην ελληνική μουσική σκηνή ήδη με το Να τους δω να τρέχουν. Είναι δύσκολο να φέρουμε κατά νου τραγούδι που να υμνεί τόσο ανοιχτά μια βία φαινομενικά μηδενιστική, -όχι στα πλαίσια κάποιου ταξικού σχεδίου ("το μόνο που θέλω είναι να τους δω να τρέχουν")-, αλλά σίγουρα με ταξικό πρόσημο: προλεταριακή βία[1]. Το θέμα της προλεταριακής βίας -έστω ως δυνατότητα- δεν εμφανίζεται φυσικά για πρώτη φορά γενικά, αλλά τίθεται για πρώτη φορά με τέτοιους όρους: ούτε με τις πατερναλιστικές δικαιολογίες του (κυριαρχούμενου απ' τη -σταλινική- πολιτική κουλτούρα της αριστεράς: δημοκρατισμός, λογική της θυσίας/θυματοποίηση, λατρεία του ηγέτη κλπ) στρατευμένου πολιτικού τραγουδιού, ούτε με τις ιδεολογικές αιτιολογήσεις και τους ηθικισμούς που δεν αποφεύγει ούτε η νεογέννητη τότε χιπ-χοπ όπως και η παλιότερη πανκ σκηνή. Η βία αυτή, όπως εκφράζεται μέσα απ' την υλική καταστροφή στόχων που συμβολίζουν το σύστημα (τράπεζες, σεκιουριτάδικα, γραφεία κομματικά), δεν αναζητά αιτιολογήσεις (πχ. ως απάντηση) σε μια ένταση της καταπίεσης ή της αδικίας του συστήματος είτε ως αίτημα για ένα καλύτερο τέτοιο, αλλά υμνείται και γιορτάζεται ως μια αξία καθ' εαυτόν ("μα η καρδιά μου ανοίγει", "την πόλη να φωτίσω"). Η "νομιμοποίηση" της προλεταριακής βίας αντλείται απ' την ίδια τη δυνατότητά της να εκδηλώνεται και να γενικεύεται ("...απ' τη γενιά μας", "τ' αδέρφια να ξυπνήσω").
2. Αναλόγως, η επιτυχία του τραγουδιού και του συγκροτήματος γενικά, αντιπροσωπεύει τον βαθμό στον οποίον "παραμένει αληθινό" δηλαδή όντως εκφράζει το -πραγματικό ή εξ αντανακλάσεως- υποκείμενο της βίας την οποία υμνεί. Αν και βγήκε στη δισκογραφία το '95, το Να τους δω να τρέχουν είχε γραφτεί και διαδοθεί ευρέως τα προηγούμενα χρόνια, χρόνια που κοινωνικά εμφανίζονται το άγριο μαθητικό κίνημα του '90-'91 και οι συγκρουσιακές διαδηλώσεις (πχ. για την αθώωση του μπάτσου Μελίστα, για τη δολοφονία Τεμπονέρα), οι δυναμικές απεργίες της ΕΑΣ το '91-'93, η "άγρια νεολαία", το πρώτο σημαντικό κύμα νυχτερινών επιθέσεων (με γκαζάκια κλπ), που αναμφίβολα ασκούν την επιρροή τους (βλ. για παράδειγμα "ώρες ωρες φερνω στο νου μου το Μιχαλη, και μου ρχεται να σπασω ενος μπατσου το κεφαλι" -Παιχνίδια του μυαλού). Τα μπάχαλα της εποχής αποπνέουν την ίδια γιορταστική άρνηση, σε αντίθεση με τις κοινωνικές συγκρούσεις απ' τον εμφύλιο και δώθε όπου η πολιτική κυριαρχία της αριστεράς ήταν αδιαμφισβήτητη, και εμφανίζονται περισσότερο εντεταγμένες στα πλαίσια κοινωνικών διεκδικήσεων κι αιτημάτων απ' όπου αντλούν και την αιτιολόγησή τους. Στην καλλιτεχνική τους απεικόνιση, η προλεταριακή βία των συγκρούσεων αυτών τείνει να εμφανίζεται ως επιβεβλημένη απ' τον ταξικό αντίπαλο, ή εν πάσει περιπτώση αναγκαίο κακό. Αντίθετα, τώρα έχουμε να κάνουμε μ' ένα συλλογικό υποκείμενο το οποίο ξεχύνεται στους δρόμους αρνούμενο κάθε κατεστημένη εξουσία προκειμένου να καταφάσκει στον εαυτό του και μόνον, γεγονός που το καθιστά επαναστατικό υποκείμενο.
3. Οι TXC εκφράζουν το συλλογικό υποκείμενο της βίας των '90es ("θρέφοντας το χάος" του), κι εκφράζονται μέσα απ' αυτό (δρέποντάς το, ρίχνοντας "τον πιο σκληροπυρηνικό στίχο που φέρνει πανικό" -Γεύση του Μένους, φέρνοντας "δράση απ' τα επεισόδια που έχεις χάσει"-Δείξε σεβασμό, κλπ) στον εγγενή ανταγωνισμό τους με τις άλλες κλίκες του χιπ-χοπ χώρου, αλλά και γενικότερα στην μουσική βιομηχανία, στα πλαίσια του ρόλου τους ως καλλιτέχνες. Πιστοί σ' έναν τέτοιο ειδικό ρόλο, αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε διαχωρισμό απ' το συλλογικό υποκείμενο ("όχι δεν έχω σκοπό τον κόσμο να αλλάξω κλπ νεοφιλελεύθερα στο "Ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει") ενώ αργότερα οι ίδιοι θα αποδώσουν την αρχική τους επιτυχία στην μουσική και τεχνική αρτιότητα των κομματιών [2].
4. Η σχέση αυτή θα διαρρηχθεί θεαματικά με την μεταστροφή των TXC σε Λιακόπουλους της χιπ-χοπ στα τέλη των 90es, που θα γίνει αντιληπτή από -και μέρος του συλλογικού υποκειμένου αυτού- ως κερδοσκοπική καιροσκοπία. Μια τέτοια υπεραπλουστευτική κατηγορία μάλλον συσκοτίζει παρά διαλευκαίνει το ζήτημα. Πόσω δε μάλλον όταν η αντιεμπορευματική ιδεολογία, που προτείνεται από ένα μέρος της σχετικής κριτικής ως γιατρικό για όλα, είναι ήδη αρκετά προβληματική: μετατοπίζοντας το παραγωγικό κόστος απ' τον τελικό καταναλωτή στον παραγωγό, όχι απλά δεν καταργεί τους σχετικούς ρόλους και τους διαχωρισμούς που υπενίσσονται αυτοί, αλλά μάλλον αποθαρρύνει την παραγωγή έργου -τουλάχιστον από προλεταριακά στοιχεία-, χωρίς να διαφυλάσσει με τη σειρά της κάπως ότι ο 20χρονος επαναστάτης δε θα μετατραπεί σε καραγκιόζη 30άρη.
5. Αντίθετα, κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για την μεταστροφή των TXC θα πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια τη σχέση τους με το συλλογικό υποκείμενο, και αντικείμενο του τραγουδιού τους: Αν και ξεκινούν ως κομμάτι του υποκειμένου αυτού, τόσο στιχουργικά/ρητά ("βγαίνουμε και επεμβαίνουμε ξανα τρομοκρατώντας"-Να τους δω να τρέχουν) όσο και έμπρακτα (εμφανίσεις σε καταλήψεις, πχ ΣΕΛΕΤΕ τα πρώτα χρόνια των 90es, στήσιμο συναυλιών "από τα κάτω" κοκ.) ωστόσο, στη συνέχεια θα σταθούν αδύναμοι να ορίσουν το υποκείμενο αυτό, καθώς απομακρύνονται οι ίδιοι ολοένα και περισσότερο: Απ' την "γενιά μας" συρρικνώνεται το '95 στους "επαναστάτες της υπόγειας σκηνής", το '97 στο φαντασιακό "χιπ-χοπ χούλιγκανς", για να καταλήξει το '99 με το κομμάτι Ατσάλινος Δαίμονας η λυτρωτική βία να μην αποδίδεται σε κάποιο κοινωνικό, ταξικό, ούτε καν ανθρώπινο υποκείμενο, παρά στα στοιχεία της φύσης [3]... Κοινωνικά, μπορεί να ανιχνευτεί μια παράλληλη αποδυνάμωση της προλεταριακής βίας στο δεύτερο μισό των 90es (καταστολή του πολυτεχνείου '95, εκσυγχρονισμός της αστυνομίας, αναβάθμιση του κατασταλτικού ρόλου του ΚΚΕ, πρέζα κλπ)
6. Η απομάκρυνση αυτή είναι πάντως ενδεικτική των ορίων της καλλιτεχνικής έκφρασης, ως έκφραση του διαχωρισμού. Προφανώς είναι απλό να ζητά κανείς "πετρέλαιο να κάψει τη βουλή" (-Παιχνίδια του μυαλού), ωστόσο θα ταν αυτοκτονικό αν κάποιος όντως έκαιγε τη βουλή (ή έστω "τράπεζες, σεκιουριτάδικα, γραφεία κομματικά" κι οτιδήποτε ανατολικά της Εδέμ) και το 'βγαζε ταυτόχρονα σε τραγούδι. Εδώ είναι εμφανής και η σχετικότητα της έννοιας της ελευθερίας του λόγου. Οι αστικές δημοκρατίες, παραμένοντας κοινωνίες του διαχωρισμού (χωρισμένες καταρχήν σε τάξεις, αλλά σε αντίθεση με τα απολυταρχικά καθεστώτα διατηρούν το δικαίωμα να λεηλατούν το προλεταριάτο για τη στελέχωση της διαχείρισης), μονοπολώντας τον Λόγο, αποκλείοντας απ' αυτόν τους επιφορτισμένους με τη διεξαγωγή της εργασίας, έχουν τον τρόπο τους να αναπαράγουν τους διαχωρισμούς εντός του προλεταριάτου: έτσι, οτιδήποτε υπερβαίνει τη γενικότερη προλεταριακή συνθήκη της μη-ορατότητας, ανωνυμίας κλπ, δεν μπορεί παρά να υποφέρει τον διαχωρισμό αυτόν. Στη σφαίρα της κουλτούρας, ο καλλιτέχνης που θα αναλάβει να "απεικονίσει" το δρον υποκείμενο, δεν μπορεί παρά να πάρει -στην καλύτερη- τον διαχωρισμένο ρόλο του "υμνητή". Συνήθως μάλιστα, θα καλωσορίσει έναν τέτοιο διαχωρισμό που θέλει τον ίδιο ως έναν ειδικό-ευλογημένο με το ταλέντο, ως διαβατήριο για μια προνομιούχο θέση "εκπροσώπου" [4], με την ίδια έννοια που ενσωματώνεται ο συνδικαλιστικός ή ο κομματικός ρόλος.
7. "Και να 'μαι τώρα μοναχός οδοιπόρος μέσα στο χώρο το χρόνο μες στον ανθρώπινο φθόνο και δόλο να ψάχνω τόπο να σταθώ πάνω από τον κόσμο ψηλά..." (Μακρύς βαρύς χειμώνας, 2001). Η κατάληξη της πορείας των TXC ήταν μάλλον αναμενόμενη, με την έννοια ότι θα έπρεπε είτε α) να αρνηθούν τον "καλλιτεχνικό" τους ρόλο, είτε β) να φανούν πιστοί σ' αυτόν ξεπερνώντας τον σκόπελο του υποκειμένου και της αντιφατικής σχέσης μ' αυτό, υποκαθιστώντας οι ίδιοι το υποκείμενο της βίας/αντικείμενο της εξύμνησης (μ' άλλα λόγια να γίνουν ακτιβιστές), είτε (μιας και τα α και β για διάφορους λόγους δεν ενδείκνυνται) γ) να διατηρήσουν έναν τέτοιο ρόλο υμνητή απαλλασσόμενοι απ' το συλλογικό υποκείμενο σε μια προοδευτική διαδικασίας συρρίκνωσης. Απ' τη στιγμή που έπαψε να υπάρχει κάποιο δρον υποκείμενο να επικαλεστούν -μέσα απ' την ελλειπτική πορεία που είδαμε παραπάνω (βλ. 5)-, το αντικείμενο της τέχνης τους θα έπρεπε να ανασυρθεί απ' τις μούμιες του φαντασιακού (που δεν εγείρουν άλλωστε αξιώσεις). Θα μπορούσε φυσικά να μην είναι η συνομωσιολογή εθνικοφροσύνη, να είναι η αναμονή των εξωγήινων, ο χριστιανισμός ή όποια άλλη επιφοίτηση (όσο πιο ακίνητη-αναλλοίωτη τόσο το καλύτερο ως προς την απουσία αντιφάσεων), δεν έχει καθ' εαυτόν ιδιαίτερη σημασία...
8. "Ώρα κοινής ανησυχίας". Η πρόκληση της αστικής ηθικής ("και πάντα ευθύνομαι για την αγανάκτιση των πολιτών" -Ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει) και του κατεστημένου συστήματος (-Κομπόστα, -Χιπ χοπ χούλιγκανς), η άρνηση της ενσωμάτωσης μέσω των κομματικών νεολαίων -δεξιών κι αριστερών- και των προτύπων της βιομηχανίας του θεάματος, είναι μεταξύ των αξιών που -συνειδητά ή όχι απ' την μεριά των καλλιτεχνών, αδιάφορο- εκφραζόταν μεγάλο κομμάτι του κύματος προλεταριακής βίας των αρχών των 90es. Η αυτοπεποίθηση ("το κίνημα μου χτίζω χωρίς να σε φοβάμαι να ελπίζω", "σ’ αρέσει δε σ’ αρέσει δίνω γεύση, νιώθω εντάξει, όταν βγαίνω από την τάξη" -Χιπ χοπ χούλιγκανς), η εμπιστοσύνη στις ίδιες δυνάμεις (-Μη φοβάσαι, -Η Πτώση), ο εντοπισμός στη συλλογική δύναμη όχι μόνο όλων των ικανών προϋποθέσεων γι' αυτήν (σε ένα εξ ορισμού ασφυκτικό κι αδιέξοδο σύστημα), αλλά κι όλης της δυνατότητας για ομορφιά και δημιουργία, είναι ταυτόχρονα χαρακτηριστικά του ίδιου κύματος βίας που εξαπέλεισε το συλλογικό υποκείμενο που βρέθηκε στις πρώτες γραμμές της προλεταριακής επίθεσης των αρχών των 90es.
9. Ήταν τελικά η άγρια νεολαία των 90es που παρήγαγε την καλλιτεχνική της απεικόνιση κι όχι το αντίθετο. Οι TXC είχαν την οξυδέρκεια να "αποκωδικοποιήσουν το μήνυμα" ή μάλλον να το επανακωδικοποιήσουν στην καλλιτεχνική του απεικόνιση. Η μετέπειτα μεταστροφή τους ενείχε το ευτύχημα να απαλλάξει το προλεταριάτο από 2-3 ακόμη καλλιτεχνικές προσωπικότητες σαν τους δεκάδες θλιβερούς επίδοξους εκπροσώπους/διαχειριστές και τελικά επαναφομοιωτές που φορτώθηκε απ' τους αγώνες του '60-'70. Απ' την άποψη της προλεταριακής αυτοπεποίθησης και επιθετικής δυνατότητας, το τίμημα της απώλειας ήταν το ελάχιστο, τυχόν ανάδειξή τους είτε σε αυτοϋμνούμενους υποκαταστάτες της συλλογικής δύναμης είτε σε παραγοντίσκους-διαχειριστές της, θα ήταν πολύ πιο ζημιογόνο.
~
[1] Παράλληλα, ανοιχτά μιλούν για μορφές προλεταριακής βίας συγκροτήματα όπως οι ΖΝ, όμως εκεί η έλλειψη συνείδησης γρήγορα θα στραφεί στην υπαγωγή της δυνατότητας για βία σε μια μαφιόζικου τύπου εκδοχή του καπιταλισμού "από τα κάτω", ως ένα επιπλέον εργαλείο ανέλιξης και πλουτισμού, επαναλαμβάνοντας την πιο αποκαρδιωτική εκδοχή του gangsta-rap.
[2] Βλ. Συνέντευξη Αρτέμη στο Nexus, Dj Alx στο Mad. [3] Παράλληλα, η μουσική τους χάνει κάθε επιθετική δυναμική εξελισσόμενη προς μια funky χλιαρότητα. Αργότερα ως ΑΕ θα επιχειρήσουν μάταια να επαναπροσεγγίσουν ένα πιο επιθετικό ύφος απλά προσθέτοντας μια μέταλ ενορχήστρωση. [4] Αναλυτικά, βλ. τις προσπάθειες του Gustav Metzger και της αυτο-καταστροφικής τέχνης για μια "απεργία των καλλιτεχνών" στο Πρακτορείο Rioters
Το κλάμα της γυναίκας του εμιγκράντου (Άνδρα μου πάει), 1972 ~ Μουσική, Στίχοι: Franco Corlianò, Εκτέλεση: Encardia.
Telo na mbriakeftò na mi' ppensefso Θέλω να μεθύσω, να μη σκέφτομαι na klafso ce na jelaso telo arte vrài; να κλάψω και να γελάσω θέλω αυτό το βράδυ ma mali rràggia evò e' nna kantaliso μ' οργή μεγάλη εγώ να τραγουδήσω sto fengo e' nna fonaso o andramu pai στο φεγγάρι να φωνάξω ο άντρας μου πάει andra mu pai, andra mu pai o άντρας μου πάει o άντρας μου πάει
Fsunnìsete, fsunnìsete, jinèke! Σηκωθείτε, σηκωθείτε γυναίκες Dellàste ettù na klàfsete ma mena! Κοπιάστε εδώ να κλάψετε με μένα Mìnamo manechè-mma, diàike o A' Vrizie Μείναμε μοναχές μας, διάβηκε ο Άη Βρίζιος Ce e antròpi ste' mas pane ess'ena ss'ena Και οι άνθρωποί μας πάνε ένας-ένας
E antròpi ste' mas pane, ste' ttaràssune! Οι άνθρωποί μας πάνε και χάνονται! N'arti kalì 'us torùme ettù s'ena chrono! Να 'ρθει καλή, τους θωρούμε εδώ σ' ένα χρόνο! è' tui e zoì-mma? è' tui e zoì, Kristè-mu? Είναι αυτή η ζωή μας; είναι αυτή ζωή Χριστέ μου; Mas pa' 'cì sti Germania klèonta ma pono! Μας παν στη Γερμανία κλαίγοντας με πόνο!
Mara 's emena, ttechùddhia itta pedàcia Κρίμα σ' εμένα, φτωχούδια τα παιδάκια Torù to tata mia forà to chrono: Θωρούν τον πατέρα μια φορά το χρόνο: - Tata, jatì ste' klei? Ene o A' Vrizio! -Πατέρα γιατί στέκεις κλαίγοντας; είναι ο Άη Βρίζιος Kuse ti banda, kuse ti òrrio sono! Άκουσε τη μπάντα, άκουσε τί ωραίο τραγούδι!
-Ste kuo ti banda ce ste kuo itto sono, -Ακούω τη μπάντα κι ακούω και το τραγούδι steo ettù ma 'sà ce ste penseo sto treno, Στέκομαι εδώ με σας και σκέφτομαι το τραίνο penseo sto skotinò citti miniera Σκέφτομαι το σκοτεινό εκείνο ορυχείο pu polemònta ecì peseni o jeno! που πολεμώντας (δουλεύοντας) εκεί πεθαίνει ο κόσμος!
Tata, jatì e' nna pai? Pemma, jatì Πατέρα, γιατί πρέπει να πάς; πες μας, γιατί -Jatì tui ene e zoì, mara pedìa: -Γιατί τέτοια είναι η ζωή, φτωχά μου παιδιά: O ttechùddhi polemà ce tronni Ο φτωχούλης πολεμά κι ιδρώνει na lipariasi 'us patrunu m'utti fatìa! Να παχύνει τ' αφεντικά με τον μόχθο του!
Mara 'semà, dellaste ettù pedìa, Αλί σ' εμάς, κοπιάστε εδώ παιδιά, dellaste, ngotanizzome ttumèsa; ελάτε, να γονατίσουμε (καθήσουμε) 'δώ μέσα, o tata pirte ce 'mì prakalume ο πατέρας που ήρθε κι εμείς παρακαλούμε na ftasi lion lustro puru ja 'mà! να φτάσει λίγος ήλιος και για μας!
Κλάμα του εμιγκράντου, ~ παραδοσιακό.
Οι στίχοι υπάρχουν στο youtube...
Προς τί η νοσταλγία της Grecìa Salentina;
Τα τελευταία χρόνια η κουλτούρα των ελληνόφωνων κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας έχει "ανακαλυφθεί" και αγαπηθεί από δυο αρκετά διαφορετικά "κοινά": Ένα νεολαιϊστικο εναλλακτικό στην Ιταλία, κι ένα συντηρητικό δεξιό στην Ελλάδα. Η ύπαρξη τάσεων μέσα στην κοινωνία, φαινομενικά αντιδιαμετρικών, που ωστόσο εκφράζονται μέσα από κάποια κοινά ακούσματα, δεν πρέπει να κάνει εντύπωση.
Στον Ιταλικό Νότο, η καθυστερημένη φεουδαρχία παρείχε ένα κουκούλι εντός του οποίου μπόρεσαν να διατηρηθούν οι παλιές αγροτικές κοινοτικές σχέσεις (που αντιμάχονταν τους διαχωρισμούς που επέφερε ο καταμερισμός της εργασίας, την αποξένωση των μελών της κοινότητας, κλπ). Μεταξύ των σχέσεων αυτών, η χρήση μιας απομονωμένης ελληνικής διαλέκτου με προφανείς αρχαϊκές μορφές, που θα χαθεί μόνο μαζί με τις κοινοτικές σχέσεις αυτές, μέρος των οποίων ήταν, με το ιστορικό ξεπέρασμα των φεουδαλιστικών απομειναριών στον τοπικό τρόπο παραγωγής και την κατάρρευσή του, εκθέτοντας τις κοινότητες αυτές στην καπιταλιστική καταστροφή (μισθωτή εργασία, μετανάστευση κ.ο.κ).
Έτσι, δεν είναι παράλογο που η εργασία ("δουλειά" στην νεοελληνική κοινή), μοιράζεται την ίδια λέξη με τον πόλεμο, στα χαρακώματά της άλλωστε δεν ήταν λίγοι οι κατωιταλιώτες που έπεσαν νεκροί. Η καταστροφή της Marcinelle στο Βέλγιο το 1956, όπου κατέρρευσε μια στοά των ορυχείων σκοτώνοντας 262 εργάτες, οι περισσότεροι των οποίων Ιταλοί του Νότου, χαράχτηκε στην κοινωνική μνήμη της περιοχής.
Η αντίθεση Βορρά-Νότου, τόσο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και ως μικρογραφία στο εσωτερικό της Ιταλικής κοινωνίας, δεν είναι παρά αντίθεση μεταξύ καπιταλιστικού κέντρου και περιφέρειας, δηλαδή: 1. ζώνη όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων και το πέρασμα στην πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο έχει διαλύσει κάθε κοινωνική σχέση μέσα στην εμπορευματική μορφή, και το προλεταριάτο κοινωνικοποιείται μέσω της μορφής αυτής (βλ. το περί "απανθρωπιάς" στερεότυπο), και 2. ζώνη όπου η καπιταλιστική διείσδυση είναι περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική, πραγματικότητα που είναι εμφανής στις ανταγωνιστικές (προς την κοινωνικοποίηση μέσα απ' την εμπορευματική μορφή και τα καπιταλιστικά πρότυπα) παραδόσεις και τα αιτήματα (κι αισθήματα) αυτονομίας των ζωνών του Νότου (Ιβηρική, Κορσική, Σαρδηνία, Σικελία, Ν. Ιταλία, Βαλκάνια, Μ. Ασία κλπ).
Το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο βρίσκεται με το ένα πόδι στην υπερεπάρκεια υλικών συνθηκών, και με το άλλο στην έκλειψη υποκειμενικών, όμως αυτό που χάνεται είναι κι αυτό που ξαναβρίσκεται, που έλεγε κι ένας καταστασιακός. Και τώρα είναι πιο επείγον από ποτέ να ξαναβρεθεί. Τί άλλο μαρτυρά η νοσταλγία απ' την μεριά των -αντικειμενικά είτε επίδοξων- "ανεπτυγμένων";
Πέντε μάγκες στον Περαία, 1935 ~ Μουσική: Γιάννης Εϊζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς),Στίχοι: Κατερίνα Χαρμουτζή, Φωνή: Αντώνης Καλυβόπουλος.
Ο Γ. Εϊζιρίδης (1893, Κασταμονή του Πόντου-1942, Πειραιάς), μουσικό φαινόμενο από παιδί (έπαιζε στην αυλή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ 'Β), αρνήθηκε να δουλέψει ως μουσικός και διασκεδαστής μιας συγκεκριμένης τάξης στην Ελλάδα όπου βρέθηκε μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε την μικρασιατική καταστροφή, οπότε άνοιξε ραφτάδικο στο ισόγειο του σπιτιού του στο Πέραμα για να ζήσει, κι όλα τα τραγούδια του στο εξής αναφέρονται στο κοινωνικό του περιβάλλον (Παραπονιούνται οι μάγκες μας, Ο Κατάδικος, Ο Πρεζάκιας, Μάγκισσα, κ.α.), εμπνέονται απ' αυτό και γράφονται γι' αυτό. Τους στίχους στα τραγούδια του, γράφει η σύζυγός του Κατερίνα, καθώς ο ίδιος δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά. Μόλις δώδεκα θα κυκλοφορήσει σε δίσκους, ενώ πολλά θα του κλέψουν άλλοι μουσικοί της εποχής. Με τη δικτατορία του Μεταξά, μαζί με λίγους ακόμα (Β. Παπάζογλου, Αν. Δεληάς, Γ. Μπάτης κ.α.) αρνούνται να υποβληθούν στη λογοκρισία και παύουν να γράφουν δίσκους. Θα πεθάνει από δηλητηρίαση στην κατοχή μαζί με τη γυναίκα του Κατερίνα. Στο Πέντε μάγκες στον Περαία πέφτει για πρώτη φορά στο ελληνικό τραγούδι η ιδέα για μποϋκοτάζ (το χασίς ήταν ακόμη τυπικά νόμιμο στην Ελλάδα, αν και η χρήση του αποτελούσε αιτία κοινωνικού στίγματος και περιθωριοποίησης). Προσοχή στις τελευταίες στροφές: για να μποϋκοτάρεις κάτι, πρέπει να διαθέτεις κάποια εναλλακτική.
La rabbia esplode a Reggio Calabria, 1971 ~ Στίχοι: Janna Carioli, Μουσική: Emal. Κατόπιν παραγγελίας της Federazzione Comunista.
Τραγούδι για τα μπάχαλα του Ρήγιου (Reggio di Calabria) το 1970, το ξέσπασμα της λαϊκής οργής ενάντια στην ακραία υποτίμηση του ιταλικού προλεταριάτου του Νότου, και στην κρατική στρατηγική της έντασης, με βόμβες στα τραίνα που μετέφεραν εργάτες απ' την κεντρική και βόρεια Ιταλία που κατέφθαναν να στηρίξουν (για πρώτη φορά) τις γενικές απεργίες των Καλαβρών συναδέλφων τους. Ταυτόχρονα, το κράτος σχεδίαζε την μεταφορά της περιφερειακής πρωτεύουσας απ' το Ρήγιο στο Καταντζάρο, όπου το εργατικό κίνημα ήταν αδύναμο, για να τσακίσει την περηφάνια των κατοίκων του Ρηγίου που βρέθηκαν ενωμένοι γύρω απ' τους εργάτες, ενάντια στην κυβέρνηση και το κράτος που τους είχε καταδικάσει στην πείνα και την μετανάστευση. Στις συναυλίες αλληλεγγύης στους απεργούς, όπου και πρωτοπαίχτηκε αυτό το τραγούδι, γεννήθηκαν στιγμές ως τότε πρωτόγνωρες με πιτσιρικάδες ν' αναποδογυρίζουν αυτοκίνητα και να στήνουν οδοφράγματα. Το τραγούδι γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας της κομμουνιστικής ομοσπονδίας, και αντανακλά κατά κάποιο τρόπο την οπτική της για τα γεγονότα αυτά (βλ. για παράδειγμα την τελευταία στροφή):
[Ο ήχος που ακούγεται στην αρχή προέρχεται απ' το οργανάκι Scacciapensieri (ή maranzannu στη Σικελία, malarruni στη Καλαβρία), που συνοδεύει πολλές ταραντέλλες, αλλά και στιγμές λούφας, χαλάρωσης ή ατελείωτου πηγαινέλα στις αγροτικές εργασίες, αποτελείται μόνο από ένα μικρό μεταλλικό έλασμα. Στην κυριολεξία σημαίνει "αυτό που διώχνει τη σκέψη".]
Reggio, la rabbia esplode la miccia brucia già Ρήγιο, η λύσσα εκρήγνυται το φυτίλι έχει ήδη ανάψει ma chi l'ha accesa sono gli stessi che vendon fame qua. μα αυτοί που βάλαν τη φωτιά είναι αυτοί που έσπειραν την πείνα Il capoluogo serve alla D.C. e ai mafiosi Η πρωτεύουσα εξυπηρετεί τους χριστιανοδημοκράτες και τους μαφιόζους per ottenere ancora più potere di quello che hanno già. Για ν΄ αποκτήσουν ακόμα περισσότερη εξουσία απ' όση ήδη έχουν
Il sindaco Battaglia serve da copertura Ο δήμαρχος Μπατάλια είναι απλό προκάλυμμα dietro ha gli agrari, i proprietari tutta la mafia nera. Πίσω του έχει τους γαιοκτήμονες, τους ιδιοκτήτες, όλη την μαφία της μαύρης οικονομίας Non costa far promesse alla povera gente Δεν του κοστίζουν οι υποσχέσεις στις φτωχές μάζες che cosa importa se alla fine si fa scannar per niente. Αυτό που 'χει σημασία είναι αν στο τέλος γλυτώσει το τομάρι του
Le barricate a Sbarre la gente spara già Τα οδοφράγματα στο Σμπάρρε έχουν υψωθεί ήδη spara miseria, spara la fame ma non sa contro chi. κόντρα στην μιζέρια, κόντρα στην πείνα, ενάντια σε ποιόν δε ξέρουν Fascisti con le bombe mafiosi col potere Οι φασίστες με τις βόμβες, οι μαφιόζοι με την εξουσία i proletari solo le braccia hanno da far valere. Οι προλετάριοι μόνο στα χέρια τους μπορούν να υπολογίζουν Fascisti quelle bombe vi scoppieranno in mano Φασίστες, αυτές οι βόμβες θα σκάσουν στα χέρια σας i comunisti alla violenza hanno risposto no. Οι κομμουνιστές στη βία έχουν πει όχι.
Και μια μετάφραση της ανακοίνωσης του Ιταλικού Τμήματος της Καταστασιακής Διεθνούς για τα γεγονότα του Ρηγίου (πηγή), που κυκλοφόρησε μαζί με την -μάλλον πιο γνωστή- προκήρυξη "Καίγεται το Ράιχσταγκ;":
ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΡΗΓΙΟΥ
Μιλάνο, Οκτώβριος 1970
Στην Ιταλία σήμερα κάθε αφορμή είναι αρκετή για να θέσει μια εξέγερση στον δρόμο της κοινωνικής επανάστασης: στην Καζέρτα ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, στο Ρήγιο της Καλαβρίας μια περιφερειακή πρωτεύουσα. Δεν είναι το κράτος που επιλέγει να τα υποχωρήσει, όπως ισχυρίζεται ο δεξιός τύπος. Αντίθετα, είναι οι επαναστατικοί αγώνες του προλεταριάτου που το αναγκάζουν ολοένα και περισσότερο να κάνει πίσω. Σ' αυτήν την νέα περίοδο κρίσης, το Ρήγιο της Καλαβρίας είναι το πρώτο παράδειγμα πόλης εν τω μέσω της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που εξεγέρθηκε για παραπάνω από 3 μήνες, και αυτοοργανώθηκε. Αποκομμένη από μια γενική άγρια απεργία και μια κατάσταση πολιορκίας, η πόλη γενναία υπερασπίστηκε την ελευθερία που είχε κατακτήσει, πυροβολώντας χωρίς ενδοιασμούς τις αστυνομικές δυνάμεις, και στήνοντας ισχυρά οδοφράγματα.
Ακόμη κι αν αυτή η εξέγερση ήταν συγκεχυμένη απ' το ξεκίνημά της, η διάρκεια και η βία με την οποία επέβαλλε τον εαυτό της δείχνουν το επίπεδο της αυθεντικής δύναμης και της σαφήνειας που κατέκτησε. Μια πραγματικά ριζοσπαστική πρακτική, σε κάθε ποικιλία της, αποτελεί και την εγγύηση κάθε ελευθερίας. Αλλά στην Ιταλία όλα παίζονται, ακόμα και η αντεπανάσταση! Λες και χρειαζόμασταν περεταίρω αποδείξεις της γελοιότητας της ιταλικής πολιτικής τάξης, ο πρωθυπουργός Colombo δε βρήκε κάτι καλύτερο να πει απ' το να προσπαθήσει να περάσει την αδυναμία του κράτους ως δύναμή του: "Κανείς δε θα πρεπει να περνάει την μετριοπάθεια και τη σταθερότητα που επέδειξε το κράτος -και που είναι η δύναμή του- για αδυναμία". Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη στιγμή οι αρχές είναι ανίκανες να αποκαταστήσουν την τάξη στους δρόμους.
Όσο για τους σταλινικούς του λεγόμενου "Κομμουνιστικού Κόμματος", "ποτέ δε σταμάτησαν να συκοφαντούν την εξέγερση ήδη απ' το ξεκίνημά της", και "με μια δυνατή έκκληση στις πιο υπεύθυνες δυνάμεις της πλειοψηφίας" καλούν την Κυβέρνηση "προ των ευθυνών της", και "την αίσθηση του καθηκόντος" της εν όψει της συνέχισης του ξεσηκωμού. Ακριβώς όπως στην απεργία των σιδηροδρομικών, αναδείχθηκαν στους πιο αδίστακτους απεργοσπάστες, καθώς ο αγώνας γελοιοποίησε τις ντιρεκτίβες της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (CGIL) κι έκανε ένα ποιοτικό βήμα προς την επανάσταση, οι "Κομμουνιστές" με περίσσια αισχρότητα ζητούσαν τη δολοφονική επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού ενάντια στη "φασιστική εξέγερση". Σαν να μην ήταν αρκετά τα πραγματικά γεγονότα, τα ψέμματα του Σταλινικού συρφετου επαναλαμβάνονταν στις φασιστικές εφημερίδες: "ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ".
Στο ξεκίνημα της εξέγερσης, τα άμεσα συμφέροντα της τοπικής μασωνίας (Δήμαρχος, Ιερατείο, δικηγόροι και ηγετικές φυσιογνωμίες) είχαν μια εμφανή παρουσία, αλλά αμέσως στράφηκαν στην ευθεία αντιπαράθεση προς την εξέγερση, ξεκινώντας διαπραγματεύσεις με τους συναδέλφους τους στη Ρώμη για την παράδοση της πόλης, σε αντάλλαγμα με την ικανοποίηση των αξιοθρήνητων αιτημάτων τους. Ο αρχικός θεαματικός προβληματισμός για την περιφερειακή πρωτεύουσα δε ξεγελούσε πια κανέναν.
Οι αστυνομικές αρχές δεν μπορούσαν πια να πιστεύουν ότι μια στρατηγική ανάλογη μ' αυτήν της 12ης Δεκεμβρίου (1969) θα σταματούσε την εξέγερση, κι ήταν ήδη έτοιμες ν' αναλάβουν το ρίσκο ανοιχτού πολέμου. Οι προβοκατόρικες κι αστυνομικές βόμβες της 12ης Δεκεμβρίου μόνο στιγμιαία σταμάτησαν την αναπόφευκτη κίνηση που ρεζίλευε όλες τις απόπειρες του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) για κοινωνική ειρήνη. Στους μήνες που ακολούθησαν την καταστολή, υπήρξαν πολλές δίκες, αλλά η πραγματική δίκη είχε ήδη λάβει χώρα, και γιορτάστηκε στους δρόμους του Ρήγιου για πάνω από τρεις μήνες. Η ποινή αποδόθηκε τον τρίτο μήνα, όταν το προλεταριάτο του Ρηγίου επανειλημμένα άνοιξε πυρ κατά της αστυνομίας. Η Κυβέρνηση και οι Σταλινικοί για πληρώσουν ακριβά για την νίκη τους επί του Ρηγίου.
Σταλινικοί, Κύριοι της Κυβέρνησης, λοιποί προύχοντες: Μπορεί να καταβροχθίσατε το Ρήγιο, αλλά δεν είστε σε θέση να το χωνέψετε!
Εν συντομία, η εξέγερση του Ρηγίου ήταν ο πρώτος αυθεντικός ξεσηκωμός της Ιταλικής επανάστασης. Ανεπαρκής, ανεκπλήρωτη, συχνά συγκεχυμένη και πάνω απ' όλα συκοφαντημένη, είχε την χάρη να ξεπεράσει το στάδιο των εύκολα κατεσταλμένων αυθόρμητων εξεγέρσεων, όπως στην Μπαττιπάλια (Battipaglia), στην Καζέρτα (Caserta), και στις φυλακές, κι άνοιξε επιτέλους την περίοδο των ένοπλων εξεγέρσεων. Στο Ρήγιο, για πρώτη φορά στην Ιταλία, το κράτος ήρθε αντιμέτωπο με μια σκανδαλώδη και διαρκή απαξίωσή του, και προς στιγμήν μια ανοιχτή εναντίον του επίθεση. Έτσι, δεν είναι να αναρωτιόμαστε για τις πολλές και υπαρκτές αδυναμίες του ξεσηκωμού αυτού, αλλά μάλλον να θαυμάζουμε τη δύναμή του. Ό,τι καλύτερο παρήγαγε αυτή η εξέγερση ήταν το παράδειγμά της, το οποίο προορίζεται να οικειοποιηθεί και να ξαναεμφανιστεί.
Πέραν αυτών, δε γνωρίζουμε πώς αλλιώς θα μπορούσε να αναλυθεί το προλεταριάτου του Ρηγίου. Το θέμα πλέον είναι στα χέρια των άγριων απεργών του βορρά. Η επαναστατική κρίση της Ιταλίας θα συνεχίσει να περιπλέκεται, μέχρι ν' ανοίξει τις θύρες της σε μια ριζοσπαστική λύση.
Αν η εξέγερση της Μπαττιπάλιας έδειξε την κοροϊδία της πλατωνικής αλληλεγγύης μεταξύ όλων των αριστερών πολιτικών οργανώσεων, απ' το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) ως τους Μαοϊκούς, ως εδώ καμμιά πολιτικά συνειδοποιημένη ομάδα δεν τολμά να ταυτιστεί με την εξέγερση του Ρηγίου, καθώς καμμιά τους δεν τολμά να παραδεχθεί τις ίδιες τις αντιφάσεις της: ότι όλες τους κακοποιούν κι αντιτίθενται ενεργά στο κίνημα που τις ξεσκεπάζει. Ποτέ πριν δεν ήταν αναγκασμένοι οι κινέζοι καρνάβαλοι της Lotta Continua να μασκαρευτούν τόσο, όσο όταν έφτασαν με τις αστυνομικές και στρατιωτικές ενισχύσεις, για να επαναφομοιώσουν την εξέγερση για το καλό του κινήματός τους. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για τους εφευρέτες του ψεύδους απ' το να πουν την αλήθεια.
Αν και δεν υπήρχαν ενεργοί φασίστες προβοκάτορες στη Ρήγιο στη διάρκεια της εξέγερσης, περισσότερο απ' ότι στην υπόλοιπη περιοχή, ήταν τόσο ανεπαρκώς οργανωμένοι, που έκαναν τα πράγματα πολύ ευκολότερα για τους Σταλινικούς του PCI, που αντί να καταγγείλουν τους φασίστες ως τέτοιους, άδραξαν την ευκαιρία να στιγματίσουν ολόκληρη την εξέγερση ως "αντιδραστική και φασιστική". Όμως η αλήθεια είναι προνόμιο και δικαίωμα του επαναστατικού λόγου. Δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι η επέμβαση του στρατού και η κατάσταση πολιορκείας ήταν οι πραγματικές νίκες της διαρκούς εξέγερσης στο Ρήγιο. Γιατί άλλωστε επιβλήθηκε η κατάσταση πολιορκίας; Επειδή μια πόλη είχε ξεσηκωθεί κι είχε πάρει τα όπλα. Οπότε, ζήτω η εξέγερση σε κάθε πόλη!
Η άλλη νίκη της εξέγερσης του Ρηγίου ήταν του ότι κατέδειξε σαφώς στους εργάτες τόσο του Βορρά όσο και του Νότου τον πραγματικό κατασταλτικό αστυνομικό ρόλο του λεγόμενου Κομμουνιστικού Κόμματος και των συνδικαλιστικών γραφειοκρατειών σ' αυτήν την επαναστατική εποχή. Έχοντας παραδεχθεί τη συντριπτική ήττα της συνδικαλιστικής αστυνομίας, ο Υπουργός Εργασίας πρότεινε στις 18 Οκτωβρίου (1969), τον σχηματισμό ενός κανονικού σώματος "αστυνομίας της εργασίας". Μόλις γίνει κι αυτό, η Ιταλία δε θα χει πλέον τίποτα να ζηλέψει απ' την Μαοϊκή Κίνα, όπου ο στρατός αναγκάζει τους εργάτες να δουλεύουν.
Η Κυβέρνηση είναι κατά καιρούς έτοιμη να παραβεί την νομιμότητα του ίδιου του κράτους της, καθώς σε στιγμές επαναστατικής κρίσης, όταν η ίδια η ύπαρξη του Κράτους παίζεται, για την κάθε Κυβέρνηση υπάρχει ένας και μόνο νόμος: η επιβίωση του Κράτους. Εμείς δεν το αρνηθήκαμε ποτέ: "Δε ζητάμε την επιβολή του νόμου, αλλά της επανάστασης". Η Κυβέρνηση, απ' την μεριά της, έχει εγκαταλείψει την νομική υποκρισία. Παίρνει θέση στην επαναστατική αρένα, καθώς το αντικείμενο της αντεπανάστασης είναι επίσης αντικείμενο της επανάστασης.
Το αυθεντικό κίνημα του Ιταλικού προλεταριάτου οδεύει προς το σημείο πέρα απ' το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή, τόσο για το κίνημα, όσο και για τους εχθρούς του. Οι αυταπάτες για την πιθανότητα αποκατάστασης της "ομαλότητας" διαλύονται η μία μετά την άλλη, καθώς γίνεται απαραίτητο καί στις δυο πλευρές να ρισκάρουν το παρόν τους προκειμένου να κερδίσουν το μέλλον τους. Παρά τη συστηματική αξιοποίηση των συνδικάτων και των γραφειοκρατών της παλιάς και της νέας αριστεράς, το επαναστατικό κίνημα κερδίζει δύναμη. Αντιμέτωπη μ' αυτό, η εξουσία είναι αναγκασμένη να συνεχίσει την παλιά κωμωδία του "νόμου και τάξης", παίζοντας αυτή τη φορά το αποφασιστικό χαρτί της τρομοκρατίας, σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει τις συνθήκες που θα την αναγκάσουν να εκθέσει το παιχνίδι αυτό στην επαναστατική κριτική. Οι απόπειρες των αναρχικών του 1921, οι απεγνωσμένες πράξεις των επιζήσαντων του τσακίσματος του επαναστατικού κινήματος της εποχής, χάρισαν στην Ιταλική μπουρζουαζία ένα χρήσιμο κλίμα για να εγκαθιδρύσει, μέσω του φασισμού, έναν στρατιωτικό νόμο σ' ολόκληρη την κοινωνία. Η αστική τάξη σήμερα δεν έχει ανάγκη τα λάθη των παλιών αναρχικών για να βρει μια δικαιολογία για την πολιτική εγκαθίδρυση της ολοκληρωτικής της πραγματικότητας. Προσπαθεί να δημιουργήσει ένα τέτοιο κλίμα από μόνη της, χώνοντας τους νέους αναρχικούς σε αστυνομικές σκευωρίες, ή μανιπουλάροντας τους πιο αφελείς μεταξύ τους σε μια ολοφάνερη προβοκάτσια. Οι αναρχικοί, πράγματι, διαθέτουν τις καλύτερες προϋποθέσεις για τις απαιτήσεις της εξουσίας: μια διαχωρισμένη και ιδεολογικοποιημένη εικόνα του πραγματικού κινήματος. Ο θεαματικός "εξτρεμισμός" τους επιτρέπει στην εξουσία να χτυπά, μέσω αυτόν, τον πραγματικό εξτρεμισμό του κινήματος.
Το πρακτικό πρόβλημα με το Ρήγιο, κι όλες τις άλλες μάχες που δόθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια στις οποίες χύθηκε αίμα, όπως τέθηκε με σαφήνεια στους εργάτες, δεν ήταν το πρόβλημα του αφοπλισμού της αστυνομίας, αλλά του οπλισμού του προλεταριάτου.
Η εξουσία που υπάρχει, μπορεί και υπάρχει μόνον επειδή αποσπάται από εμάς, και συνεπώς μόνο από μας μπορεί να επανακτηθεί και να ΔΙΑΛΥΘΕΙ. Δε χρωστάμε τίποτα, γιατί δεν μας ανήκει τίποτα. Αλλά ακριβώς λόγω αυτού, είμαστε οι πιο επικίνδυνοι απ' τον καθένα που του ζητάν να πληρώσει!
Σύντροφοι!
Στόχος μας δεν είναι μόνο η αστυνομία: είναι επίσης οι Σταλινικοί του PCI, οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές και οι Μαοϊκοί.
Στρατιώτες!
Υπ' αυτές τις συνθήκες, δε σας ζητάμε να παραβείτε τις εντολές σας. Σας το ζητάει η λογική και η εντιμότητα του προλεταριάτου που κληθήκατε να καταστείλετε!
Ζήτω το Επαναστατικό Προλεταριάτο του Ρηγίου της Καλαβρίας!
Ζήτω η Άγρια Απεργία των Σιδηροδρομικών!
Ζήτω οι σύντροφοι που σε κάθε εργοστάσιο της Ιταλίας γκρεμίζουν τα δίχτυα που πλέκει το PCI και οι άλλοι γραφειοκράτες!
Περιπλανώμενη ζωή, 1954 ~ Στίχοι: Κώστας Βίρβος. Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης. Φωνή: Σωτηρία Μπέλλου (εδώ, 1987, με την ανηψιά της Αρετή).
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια περιπλάνηση με την καταστασιακή έννοια της dérive, και η ατμόσφαιρα δεν είναι η νωχελικότητα των ψυχογραφικών ανιχνεύσεων στα δυτικά αστικά τοπία. Το περιπλανώμενο άτομο (μειωμένο εδώ σε "κορμί", απαλλοτριωμένο από τα μέσα ανα-παραγωγής της ζωής του-τον έλεγχο της μοίρας του), υπο-φέρει το βάρος αιμοσταγών εξωτερικών καταναγκασμών, εξ ού και η περιπλάνησή στην οποία είναι αναγκασμένο παίρνει την μελαγχολική τροπή της ασωτείας και του ανεπικοινώνητου πόνου. Ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή ως υποκειμενική καταστροφή η λεηλασία και υπαγωγή που αποτελεί γενικότερη συνθήκη για την τάξη των εργατών.
Το τραγούδι είναι λαϊκό, με την έννοια του τραγουδιού που τραγουδιέται απ' τον λαό, τις δυναμικές ανθρώπινες μάζες που συσσωρεύτηκαν στις πόλεις μετά τον εμφύλιο, κι όχι ασφαλώς την έννοια του τραγουδιού που παρήχθηκε για λαϊκή κατανάλωση, σύμφωνα με την τρέχουσα (μετά την πραγματική υπαγωγή στο κεφάλαιο δηλαδή και σχετιζόμενη μ' αυτήν) κατηγοριοποίηση.